3,274,159
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρεία''': ἡ, Ἰων. -ηΐη (Ἡρόδ. 7. 99), συνήθως ἐν τοῖς χειρογρ. ἀπαντᾷ [[ἀνδρία]] [[συμφώνως]] τῇ γνώμῃ τοῦ Ἀπολλων. (Α. Β. 546), πολεμηθείσῃ καὶ ἀναιρεθείσῃ ὑπ’ ἄλλων γραμμ. ἐν Ἐτυμολ. Μ. 461. 53, πρβλ. Δινδορφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 510: - [[ἀνδρεία]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 510, καὶ δέν ἀντιβαίνει ποτὲ εἰς τὸ [[μέτρον]] ἐν τοῖς ὀλίγοις ποιητικοῖς χωρίοις, [[ἔνθα]] ἀπαντᾷ (Σιμωνίδ. 26, Αἰσχύλ. Θ. 52, Σοφ. Ἠλ. 983, Εὐρ. Τρῳ. 669), μόνον ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 475 ἀπαιτεῖται ἡ διὰ τοῦ ι γραφή, μέγα φρονῶν ἐπ’ ἀνδρίᾳ ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Ἐλμσλ. διώρθωσεν εὐανδρίᾳ), καὶ παρὰ μεταγ. τινὶ ποιητῇ ἐν τοῖς Παρισινοῖς Ἀνεκδ. Κραμήρου 4. 342. Ὁ [[τύπος]] [[ἀνδρεία]] βεβαιοῦται [[προσέτι]] καὶ ἐκ τοῦ Ἰων. ἀνδρηΐη καὶ ἤδη ἐγένετο [[καθόλου]] [[ἀποδεκτός]]. Ἡ δὲ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ ὡς καὶ νῦν = τὸ ἀνδρικόν, ἡ [[ἀνδρότης]], τὸ ἀνδρικὸν [[πνεῦμα]], ὁ ἀνδρικὸς [[χαρακτήρ]], ἡ [[γενναιότης]], Λατ. virtus, ἀντίκειται δὲ τῇ δειλίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἠλ. 983, ἐπὶ γυναικῶν· πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, Ἠθ. Ν. 3. 9· [[ἀνδρεία]] [[περί]] τι Στράβ. 140: - κατὰ πληθ. = γενναῖαι πράξεις, γενναῖα κατορθώματα, Πλάτ. Νόμ. 922 Α. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας = [[ἀναίδεια]], [[αὐθάδεια]], Οὐϋτεμβ. Ἐπιστ. Κρ. σ. 233. 275. | |lstext='''ἀνδρεία''': ἡ, Ἰων. -ηΐη (Ἡρόδ. 7. 99), συνήθως ἐν τοῖς χειρογρ. ἀπαντᾷ [[ἀνδρία]] [[συμφώνως]] τῇ γνώμῃ τοῦ Ἀπολλων. (Α. Β. 546), πολεμηθείσῃ καὶ ἀναιρεθείσῃ ὑπ’ ἄλλων γραμμ. ἐν Ἐτυμολ. Μ. 461. 53, πρβλ. Δινδορφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 510: - [[ἀνδρεία]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 510, καὶ δέν ἀντιβαίνει ποτὲ εἰς τὸ [[μέτρον]] ἐν τοῖς ὀλίγοις ποιητικοῖς χωρίοις, [[ἔνθα]] ἀπαντᾷ (Σιμωνίδ. 26, Αἰσχύλ. Θ. 52, Σοφ. Ἠλ. 983, Εὐρ. Τρῳ. 669), μόνον ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 475 ἀπαιτεῖται ἡ διὰ τοῦ ι γραφή, μέγα φρονῶν ἐπ’ ἀνδρίᾳ ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Ἐλμσλ. διώρθωσεν εὐανδρίᾳ), καὶ παρὰ μεταγ. τινὶ ποιητῇ ἐν τοῖς Παρισινοῖς Ἀνεκδ. Κραμήρου 4. 342. Ὁ [[τύπος]] [[ἀνδρεία]] βεβαιοῦται [[προσέτι]] καὶ ἐκ τοῦ Ἰων. ἀνδρηΐη καὶ ἤδη ἐγένετο [[καθόλου]] [[ἀποδεκτός]]. Ἡ δὲ [[σημασία]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ ὡς καὶ νῦν = τὸ ἀνδρικόν, ἡ [[ἀνδρότης]], τὸ ἀνδρικὸν [[πνεῦμα]], ὁ ἀνδρικὸς [[χαρακτήρ]], ἡ [[γενναιότης]], Λατ. virtus, ἀντίκειται δὲ τῇ δειλίᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἠλ. 983, ἐπὶ γυναικῶν· πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, Ἠθ. Ν. 3. 9· [[ἀνδρεία]] [[περί]] τι Στράβ. 140: - κατὰ πληθ. = γενναῖαι πράξεις, γενναῖα κατορθώματα, Πλάτ. Νόμ. 922 Α. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας = [[ἀναίδεια]], [[αὐθάδεια]], Οὐϋτεμβ. Ἐπιστ. Κρ. σ. 233. 275. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />virilité, courage, bravoure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδρεῖος]].<br /><span class="bld">2</span><i>fém. de</i> [[ἀνδρεῖος]]. | |||
}} | }} |