Anonymous

ἀνηπύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηπύω''': μέλλ. -σω, = [[ἀναφωνέω]], [[ἐκπέμπω]] φωνήν, ᾄδω, λιγὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν Μόσχ. 2. 98· ἱμερόενθ’ Ὑμέναιον ἀνήπυον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1197· [περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λ. [[ἠπύω]]].
|lstext='''ἀνηπύω''': μέλλ. -σω, = [[ἀναφωνέω]], [[ἐκπέμπω]] φωνήν, ᾄδω, λιγὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν Μόσχ. 2. 98· ἱμερόενθ’ Ὑμέναιον ἀνήπυον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1197· [περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λ. [[ἠπύω]]].
}}
{{bailly
|btext=dire à haute voix, crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἠπύω]].
}}
}}