ἀνηπύω
From LSJ
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
English (LSJ)
A sound, αὐλοῦ ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98.
2 c. acc., sing aloud, ὑμέναιον A.R.4.1197.
Spanish (DGE)
1 resonar, sonar αὐλοῦ ... ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98.
2 c. ac. cantar νύμφαι ... ὑμέναιον ἀνήπυον A.R.4.1197.
French (Bailly abrégé)
dire à haute voix, crier.
Étymologie: ἀνά, ἠπύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηπύω: μέλλ. -σω, = ἀναφωνέω, ἐκπέμπω φωνήν, ᾄδω, λιγὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν Μόσχ. 2. 98· ἱμερόενθ’ Ὑμέναιον ἀνήπυον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1197· [περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λ. ἠπύω].
Greek Monotonic
ἀνηπύω: μέλ. -σω, εκπέμπω φωνή, τραγουδώ, βρυχώμαι, σε Μόσχ. (βλ. ἠπύω).
Middle Liddell
[v. ἠπύω
to cry aloud, roar, Mosch.
German (Pape)
aufschreien, Ap.Rh. 4.1197 ὑμέναιον.
[υ lang bei Mosch. 2.97].