Anonymous

ἀνία: Difference between revisions

From LSJ
153 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνία''': Ἰων ἀνίη, Αἰολ. [[ὀνία]], ἡ, [[θλῖψις]], [[λύπη]], [[πόνος]], [[στενοχωρία]], ἀνησυχία, Ὀδ. Ο. 394, Ἡσ. Θ. 611, Σαπφ. 1. 3, Θέογν. 76, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ’ ἡ καρδία Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 8· τοῦτ’ εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεται τινὶ (τὸ τινὶ φυλάττει τὸν τόνον του [[χάριν]] ἐμφάσεως), ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] θὰ προξενήσῃ [[ἄλγος]] εἴς τινα - εἰξεύρω ποῖον, Σοφ. Αἴ. 1138· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Γοργ. 477D, Πρωτ. 355Α, καὶ ἀλλαχοῦ· - [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ὀνίαισι Σαπφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀντ’ ἀνιῶν ἀνίαι Θέογν. 344· ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας Σοφ. Αἴ. 973, πρβλ. 1005, Φ. 1115, Πλάτ. Γοργ. 353Ε. 2) ἐνεργητικῶς, [[αἰτία]] ἐνοχλήσεως, τίς [[δαίμων]] τόδε [[πῆμα]] προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην; Ὀδ. Ρ. 446· ἄπρηκτος ἀνίη, κακὸν [[ὅπερ]] δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσοβήσῃ, περὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 223· ἀνίη καὶ πολὺς [[ὕπνος]], καὶ ὁ πολὺς [[ὕπνος]] προξενεῖ ἀνίαν, Ο. 394. [Παρ’ Ὁμ. καὶ Τραγικ. (ἀλλὰ μόνον παρὰ Σοφοκλεῖ ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1031) τὸ ι [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[μακρόν]]. Ἀπὸ δὲ Θεόγν. καὶ Σαπφ. καὶ [[ἐφεξῆς]] οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ ι μακρὸν ἢ βραχὺ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἂν καὶ ἡ Ὁμηρ. [[ποσότης]] ὑπερίσχυσε παρὰ τοῖς Ἐπ., Ρουγκ. Κριτ. Ἐπιστ. σ. 276, Πόρσ. Φοίν. 1334.]
|lstext='''ἀνία''': Ἰων ἀνίη, Αἰολ. [[ὀνία]], ἡ, [[θλῖψις]], [[λύπη]], [[πόνος]], [[στενοχωρία]], ἀνησυχία, Ὀδ. Ο. 394, Ἡσ. Θ. 611, Σαπφ. 1. 3, Θέογν. 76, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ’ ἡ καρδία Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 8· τοῦτ’ εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεται τινὶ (τὸ τινὶ φυλάττει τὸν τόνον του [[χάριν]] ἐμφάσεως), ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] θὰ προξενήσῃ [[ἄλγος]] εἴς τινα - εἰξεύρω ποῖον, Σοφ. Αἴ. 1138· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Γοργ. 477D, Πρωτ. 355Α, καὶ ἀλλαχοῦ· - [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ὀνίαισι Σαπφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀντ’ ἀνιῶν ἀνίαι Θέογν. 344· ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας Σοφ. Αἴ. 973, πρβλ. 1005, Φ. 1115, Πλάτ. Γοργ. 353Ε. 2) ἐνεργητικῶς, [[αἰτία]] ἐνοχλήσεως, τίς [[δαίμων]] τόδε [[πῆμα]] προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην; Ὀδ. Ρ. 446· ἄπρηκτος ἀνίη, κακὸν [[ὅπερ]] δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσοβήσῃ, περὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 223· ἀνίη καὶ πολὺς [[ὕπνος]], καὶ ὁ πολὺς [[ὕπνος]] προξενεῖ ἀνίαν, Ο. 394. [Παρ’ Ὁμ. καὶ Τραγικ. (ἀλλὰ μόνον παρὰ Σοφοκλεῖ ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1031) τὸ ι [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[μακρόν]]. Ἀπὸ δὲ Θεόγν. καὶ Σαπφ. καὶ [[ἐφεξῆς]] οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ ι μακρὸν ἢ βραχὺ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἂν καὶ ἡ Ὁμηρ. [[ποσότης]] ὑπερίσχυσε παρὰ τοῖς Ἐπ., Ρουγκ. Κριτ. Ἐπιστ. σ. 276, Πόρσ. Φοίν. 1334.]
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />chagrin, ennui, affliction.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre, pê parallèle <i>skr.</i> *anisja.
}}
}}