3,277,301
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθοβολέω''': ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω [[ἄνθη]], ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10. | |lstext='''ἀνθοβολέω''': ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω [[ἄνθη]], ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />joncher <i>ou</i> couvrir de fleurs ; <i>Pass.</i> être couvert de fleurs lancées en signe d’admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθόβολος]]. | |||
}} | }} |