Anonymous

ἀνίκανος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insuffisant, incapable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἱκανός]].
}}
}}