Anonymous

ἀνήκουστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήκουστος''': ον ([[ἀκούω]]) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, [[τρομερός]], Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., [[ὥστε]] φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ [[ἔλλειψις]] ὑπακοῆς, ἡ [[παρακοή]], Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285.
|lstext='''ἀνήκουστος''': ον ([[ἀκούω]]) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, [[τρομερός]], Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., [[ὥστε]] φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ [[ἔλλειψις]] ὑπακοῆς, ἡ [[παρακοή]], Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’il faudrait ne point entendre, qu’on ne veut pas entendre, horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνηκουστέω]].
}}
}}