ἀνήκουστος
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ἀνήκουστον,
A not to be heard, inaudible, Arist.de An.421b5.
2 unheard of, ἤκουσ' ἀνήκουστα.. ὥστε φρῖξαι S.El.1407, cf. E.Hipp.363 (lyr.).
3 of prayers, not to be granted, Antiph01.22.
II Act., not willing to hear: τὸ ἀνήκουστον = disobedience, X.Cyn.3.8.
Spanish (DGE)
-ον
I no oído o conocido ἐπιβατὰ τὰ πρόσθεν ἀνήκουστα D.C.39.53.2.
II 1que no se puede oír ἡ μὲν (αἴσθησις) τοῦ ἀκουστοῦ καὶ ἀνηκουστοῦ un tipo (de percepción) es de lo que se puede oír y de lo que no se puede oír Arist.de An.421b5.
2 fig. que no se puede escuchar, inaudito ἤκουσ' ἀνήκουστα ..., ὥστε φρῖξαι escuché cosas inauditas..., hasta el punto de estremecerme S.El.1407, ἀνήκουστα ... πάθεα E.Hipp.362, δεήσεται ἀθέμιτα καὶ ἀνόσια ... καὶ ἀνήκουστα καὶ θεοῖς καὶ ὑμῖν hará una petición impía, sacrilega que no pueda ser escuchada ni por los dioses ni por vosotros Antipho 1.22.
III act. que no puede escuchar ἀνηκούστῳ τοκῆι, οἷά περ εἰσαΐοντι, ... ἐφθέγξατο Nonn.D.30.165
•sordo, que no quiere oír prov. αἰγιαλῷ λαλεῖς, ἀνέμῳ διαλέγῃ· ἀμφότεραι ἐπὶ τῶν ἀνηκούστων Prou.Bodl.66
•subst. τὸ ἀνήκουστον desobediencia de algunas perras de caza τὸ ἀ. πολὺ ἔχουσαι X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 229] nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀθέμιτα καὶ ατέλεστα – θεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'il faudrait ne point entendre, qu'on ne veut pas entendre, horrible.
Étymologie: ἀνηκουστέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήκουστος:
1 неслышный (ὁ μικρὸς ψόφος Arst.);
2 неслыханный, ужасный (πάθεα Eur.; ἤκουσ᾽ ἀνήκουστα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήκουστος: ον (ἀκούω) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, τρομερός, Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., ὥστε φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ ἔλλειψις ὑπακοῆς, ἡ παρακοή, Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνήκουστος, -ον)
πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί
2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον
παρακοή, απείθεια.
Greek Monotonic
ἀνήκουστος: -ον (ἀκούω),
I. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί, Λατ. inauditus, ἤκουσ' ἀνήκουστα, σε Σοφ.
II. Ενεργ., μην πρόθυμος να ακούσει· τὸ ἀνήκουστον, απείθεια, απειθαρχία, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀκούω
I. unheard of, Lat. inauditus, ἤκουσ' ἀνήκουστα Soph.
II. act. not willing to hear: τὸ ἀνήκουστον disobedience, Xen.