Anonymous

ἀνοιστρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοιστρέω''': [[ἐμβάλλω]] εἴς τινα βακχικὸν οἶστρον, [[ἐξεγείρω]] [[μέχρι]] βακχικῆς μανίας, ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ... ἀνοιστρήσατέ νιν Εὐρ. Βάκχ. 979.
|lstext='''ἀνοιστρέω''': [[ἐμβάλλω]] εἴς τινα βακχικὸν οἶστρον, [[ἐξεγείρω]] [[μέχρι]] βακχικῆς μανίας, ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ... ἀνοιστρήσατέ νιν Εὐρ. Βάκχ. 979.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aiguillonner, <i>càd</i> transporter d’une fureur divine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἶστρος]].
}}
}}