3,274,216
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπτω''': μέλλ. -ψω: δένω στερεῶς εἴς τι ἢ [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] [τοῦ ἱστοῦ] πείρατ’ ἀνῆπτον, προσέδεσαν [[καλῶς]] τὰ σχοινία εἰς τὸν ἱστόν, Ὀδ. Μ. 179, πρβλ. 51, 162· πρυμνήσι ἀνάψαι Ι. 137· [[μετὰ]] δοτ., γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 177· ἀν. τι [[πρός]] τι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· τι εἴς τι Ἀριστ. Μεταφ. 12. 4, 3: ― Μέσ., ἐκ τοῦδ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων, ἐκ τούτου θὰ δέσωμεν τὰ σχοινία μας, ἐκ τούτου θὰ προσδέσωμεν τὸ πλοῖόν μας, ὅ. ἐ. [[οὗτος]] θὰ [[εἶναι]] ὁ προστάτης μας, Εὐρ. Μήδ. 770, κτλ.· θεοῖσιν [[κῆδος]] ἀνάψασθαι, συνάψαι στενὴν σχέσιν..., ὁ αὐτ. Τρῳ. 845· χάριτας εἴς τινα ἀν., ἐπιδαψιλεύω χάριτας εἴς τινα, ὁ αὐτ. Φοίν. 569· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], προσδένω πρὸς ἐμαυτόν, [[σύρω]], ῥυμουκλῶ, ναῦν Διόδ. 13. 19, Πλουτ. Κάμιλλ. 8· τὸ [[κράτος]] Φίλων 1. 474: ― Παθ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι (προσκολλῶ ἐμαυτὸν) εἰς..., [[ἐμμένω]]· [[μετὰ]] γεν., π. χ. πέπλων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 629· [[ἀμφί]] τινι [[αὐτόθι]] 1038· ἀνῆφθαί τι, ἔχειν τι προσηρτημένον, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου suspensi loculus, [[αὐτόθι]] 549· ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀν. Δείναρχ. 94. 41. 2) ἀναρτῶ τι ἐντὸς ναοῦ, [[προσφέρω]] ὡς [[ἀνάθημα]], ἀφιερῶ, ὡς τὸ [[ἀνατίθημι]], πολλὰ δ’ ἀγάλματα ἀνῆψεν Ὀδ. Γ. 274, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 532, Λυκόφρ. 853, Τρυφ. 256. 3) μεταφρ., [[προσάπτω]], [[ἀναφέρω]], ἀποδίδω, μῶμον ἀνάψαι Ὀδ. Β. 86· [[αἷμα]] ἀν. τινί, ἀποδίδω τὴν αἱματοχυσίαν εἴς τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 65, κτλ., τί νύ τοι τόσα κήδε’ ἀνῆπται; Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 245: ― [[ἀνάγω]] ἢ [[ἀναφέρω]] εἴς τι, [[συνδέω]], τοὺς λόγους εἴς ἀριθμοὺς ἀν. Ἀριστ. Μεταφ. 12. 4, 3· [[ἀρχήν]], αἰτίαν ἀν. εἴς τινα Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, κτλ., καὶ Μοναίσῃ τὴν [[χάριν]] ἀνάπτων, καὶ ἀποδίδων τὴν [[χάριν]] εἰς τὸν Μοναίσην, δηλ. εἰς ὃν ὀφείλεται, ὁ αὐτ. Ἀντών. 46· [[ἀλλά]], τὴν [[χάριν]] τινὸς ἀν. εἴς τινα, [[ἀναφέρω]] τὴν εὐγνωμοσύνην τινὸς εἴς τινα, ὁ αὐτ. Βροῦτ. 6. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν λύχνα Ἡρόδ. 2. 133· πῦρ Εὐρ. Ὀρ. 1137· φῶς Πλάτ. Τίμ. 39B· [[ὡσαύτως]], πυρὶ ἀν. δόμους Εὐρ. Ὀρ. 1594: ― μεταφ., [[νέφος]] οἰμωγῆς ὡς τάχ’ ἀνάψει ὁ αὐτ. Μήδ. 107· ἀναφθέντος τοῦ δήμου, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 51. 42. 2) ἀμεταβ., ἀναλάμπουσι καὶ ἀνάπτουσι, περὶ καιομένων λίθων, Ἀριστ. π. Θαυμ. 115. | |lstext='''ἀνάπτω''': μέλλ. -ψω: δένω στερεῶς εἴς τι ἢ [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἐκ δ’ [[αὐτοῦ]] [τοῦ ἱστοῦ] πείρατ’ ἀνῆπτον, προσέδεσαν [[καλῶς]] τὰ σχοινία εἰς τὸν ἱστόν, Ὀδ. Μ. 179, πρβλ. 51, 162· πρυμνήσι ἀνάψαι Ι. 137· [[μετὰ]] δοτ., γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 177· ἀν. τι [[πρός]] τι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· τι εἴς τι Ἀριστ. Μεταφ. 12. 4, 3: ― Μέσ., ἐκ τοῦδ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων, ἐκ τούτου θὰ δέσωμεν τὰ σχοινία μας, ἐκ τούτου θὰ προσδέσωμεν τὸ πλοῖόν μας, ὅ. ἐ. [[οὗτος]] θὰ [[εἶναι]] ὁ προστάτης μας, Εὐρ. Μήδ. 770, κτλ.· θεοῖσιν [[κῆδος]] ἀνάψασθαι, συνάψαι στενὴν σχέσιν..., ὁ αὐτ. Τρῳ. 845· χάριτας εἴς τινα ἀν., ἐπιδαψιλεύω χάριτας εἴς τινα, ὁ αὐτ. Φοίν. 569· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], προσδένω πρὸς ἐμαυτόν, [[σύρω]], ῥυμουκλῶ, ναῦν Διόδ. 13. 19, Πλουτ. Κάμιλλ. 8· τὸ [[κράτος]] Φίλων 1. 474: ― Παθ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι (προσκολλῶ ἐμαυτὸν) εἰς..., [[ἐμμένω]]· [[μετὰ]] γεν., π. χ. πέπλων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 629· [[ἀμφί]] τινι [[αὐτόθι]] 1038· ἀνῆφθαί τι, ἔχειν τι προσηρτημένον, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου suspensi loculus, [[αὐτόθι]] 549· ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀν. Δείναρχ. 94. 41. 2) ἀναρτῶ τι ἐντὸς ναοῦ, [[προσφέρω]] ὡς [[ἀνάθημα]], ἀφιερῶ, ὡς τὸ [[ἀνατίθημι]], πολλὰ δ’ ἀγάλματα ἀνῆψεν Ὀδ. Γ. 274, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 532, Λυκόφρ. 853, Τρυφ. 256. 3) μεταφρ., [[προσάπτω]], [[ἀναφέρω]], ἀποδίδω, μῶμον ἀνάψαι Ὀδ. Β. 86· [[αἷμα]] ἀν. τινί, ἀποδίδω τὴν αἱματοχυσίαν εἴς τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 65, κτλ., τί νύ τοι τόσα κήδε’ ἀνῆπται; Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 245: ― [[ἀνάγω]] ἢ [[ἀναφέρω]] εἴς τι, [[συνδέω]], τοὺς λόγους εἴς ἀριθμοὺς ἀν. Ἀριστ. Μεταφ. 12. 4, 3· [[ἀρχήν]], αἰτίαν ἀν. εἴς τινα Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, κτλ., καὶ Μοναίσῃ τὴν [[χάριν]] ἀνάπτων, καὶ ἀποδίδων τὴν [[χάριν]] εἰς τὸν Μοναίσην, δηλ. εἰς ὃν ὀφείλεται, ὁ αὐτ. Ἀντών. 46· [[ἀλλά]], τὴν [[χάριν]] τινὸς ἀν. εἴς τινα, [[ἀναφέρω]] τὴν εὐγνωμοσύνην τινὸς εἴς τινα, ὁ αὐτ. Βροῦτ. 6. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν λύχνα Ἡρόδ. 2. 133· πῦρ Εὐρ. Ὀρ. 1137· φῶς Πλάτ. Τίμ. 39B· [[ὡσαύτως]], πυρὶ ἀν. δόμους Εὐρ. Ὀρ. 1594: ― μεταφ., [[νέφος]] οἰμωγῆς ὡς τάχ’ ἀνάψει ὁ αὐτ. Μήδ. 107· ἀναφθέντος τοῦ δήμου, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 51. 42. 2) ἀμεταβ., ἀναλάμπουσι καὶ ἀνάπτουσι, περὶ καιομένων λίθων, Ἀριστ. π. Θαυμ. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> ἀνάψω, <i>ao.</i> ἀνῆψα;<br />attacher en haut : [[τι]] ἔκ τινος attacher une chose à une autre plus élevée (des cordages à un mât, des amarres à terre, <i>etc.</i>) ; [[ἀν]]. ἀγάλματα OD suspendre des images <i>ou</i> des statuettes (au mur d’un temple) ; <i>fig.</i> μῶμον [[ἀν]]. OD attacher de la honte au nom de qqn, couvrir qqn de honte ; αἰτίαν [[ἀν]]. [[εἴς]] τινα PLUT faire remonter à qqn la cause de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνάπτομαι;<br /><b>1</b> attacher à soi <i>ou</i> sur soi : βρόχον κρεμαστὸν ἀγχόνης EUR s’attacher un lacet pour se pendre ; ναῦν PLUT remorquer un navire;<br /><b>2</b> attacher (qch de soi) à : ἔκ τινος [[ἀν]]. [[κάλων]] EUR attacher le câble de son navire au mur d’un port.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἅπτω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἀνάψω, <i>ao.</i> ἀνῆψα;<br />allumer (un flambeau).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἅπτω]]². | |||
}} | }} |