Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, Δημ. 799. 24 ([[μετὰ]] διαφόρου γραφ. βλέψεσθε ἐσφαλμ., [[διότι]] ἀμέσως ἀνωτέρω ἀπαντᾷ [[ἄλλος]] [[ἁπλοῦς]] [[τύπος]] βλέψονται: - [[βλέπω]] κατ’ εὐθείαν [[πρός]] τινα, [[βλέπω]] κατὰ [[πρόσωπον]], [[μετὰ]] δοτ. προσ., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ. ἀντιβλέπειν [[δύναμαι]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 27· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἥλιον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 7, 7, Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 18: - μετ’ αἰτ. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 59: μετοχ., ἀντιβλέπουσαι ... αἱ αἶγες, βλέπουσαι πρὸς ἀλλήλας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5. - Ρηματ. ἐπίθ. ἀντιβλεπτέον, μοι [[πρός]] τι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκωμ. 17.
|lstext='''ἀντιβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, Δημ. 799. 24 ([[μετὰ]] διαφόρου γραφ. βλέψεσθε ἐσφαλμ., [[διότι]] ἀμέσως ἀνωτέρω ἀπαντᾷ [[ἄλλος]] [[ἁπλοῦς]] [[τύπος]] βλέψονται: - [[βλέπω]] κατ’ εὐθείαν [[πρός]] τινα, [[βλέπω]] κατὰ [[πρόσωπον]], [[μετὰ]] δοτ. προσ., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ. ἀντιβλέπειν [[δύναμαι]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 27· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἥλιον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 7, 7, Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 18: - μετ’ αἰτ. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 59: μετοχ., ἀντιβλέπουσαι ... αἱ αἶγες, βλέπουσαι πρὸς ἀλλήλας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5. - Ρηματ. ἐπίθ. ἀντιβλεπτέον, μοι [[πρός]] τι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκωμ. 17.
}}
{{bailly
|btext=regarder en face, dat. <i>ou</i> [[εἰς]], [[πρός]] <i>et l’acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[βλέπω]].
}}
}}