Anonymous

ἀορτέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀορτέω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἀείρω]], ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96.
|lstext='''ἀορτέω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἀείρω]], ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />élever, suspendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]].
}}
}}