Anonymous

προσαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαρμόζω''': νεώτ. Ἀττικ. -όττω· ― ὡς καὶ νῦν, μαστῷ τέκνα Εὐρ. Ἴων 762· τῷ προσαρμόσω [[στόμα]]; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 486· χέρας κώπῃ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1405, πρβλ. Ἱκέτ. 816· πρ. δρέπανα περὶ τοῖς ἄξοσι Ξεν. Κύρ. 6. 2, 17· τι εἴς τι Πλάτ. Θεαίτ. 193C, πρβλ. 194Α καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἐμβιβάζω]], [[χεῖλος]] Ι. 1. ― Παθ., προσήρμοσται [τὸ [[πηδάλιον]]] τῷ πλοίῳ Ἀριστ. Μηχαν. 5, 1. 2) μεταφορ., «ταιρειάζω», σύμφωνον ποιῶ, [[ὄνομα]] πράγματι Πλάτ. Κρατ. 414D· ἕκαστον ἑκάστῳ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· πρ. ἑαυτὸν [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 52Α· ῥυθμοὺς πρ., [[εὑρίσκω]] καταλλήλους ῥυθμούς, Πλάτ. Νόμ. 669C. 3) [[μετὰ]] μόνης αἰτιατ., πρ. τὴν χεῖρα, [[ἐφαρμόζω]] εἰς..., Ξέν. Κύρ. 7. 3, 9· πρ. ξύλα, εἰς τεθραυσμένον [[πηδάλιον]], Πλουτ. Βροῦτ. 46· ἅ τ’ ἀντὶ δώρων δῶρα χρὴ προσαρμόσαι, ἀντιδοῦναι προσαρμόζοντα, κατάλληλα δῶρα, Σοφ. Τρ. 494. ΙΙ. ἀμεταβ., προσκολλῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3. 2) συμφωνῶ, «ταιρειάζω» μέ τι [[πρᾶγμα]], τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 277C· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙΙ. Μέσ., [[προσαρμόζω]] τι εἰς ἐμαυτόν, προσαρμόξασθαι δ’ αὐτὰ ὁ [[νόος]] δύναται Στοβ. Ἐκλογ. 1. 106, ἔκδ. Canter.
|lstext='''προσαρμόζω''': νεώτ. Ἀττικ. -όττω· ― ὡς καὶ νῦν, μαστῷ τέκνα Εὐρ. Ἴων 762· τῷ προσαρμόσω [[στόμα]]; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 486· χέρας κώπῃ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1405, πρβλ. Ἱκέτ. 816· πρ. δρέπανα περὶ τοῖς ἄξοσι Ξεν. Κύρ. 6. 2, 17· τι εἴς τι Πλάτ. Θεαίτ. 193C, πρβλ. 194Α καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἐμβιβάζω]], [[χεῖλος]] Ι. 1. ― Παθ., προσήρμοσται [τὸ [[πηδάλιον]]] τῷ πλοίῳ Ἀριστ. Μηχαν. 5, 1. 2) μεταφορ., «ταιρειάζω», σύμφωνον ποιῶ, [[ὄνομα]] πράγματι Πλάτ. Κρατ. 414D· ἕκαστον ἑκάστῳ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· πρ. ἑαυτὸν [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 52Α· ῥυθμοὺς πρ., [[εὑρίσκω]] καταλλήλους ῥυθμούς, Πλάτ. Νόμ. 669C. 3) [[μετὰ]] μόνης αἰτιατ., πρ. τὴν χεῖρα, [[ἐφαρμόζω]] εἰς..., Ξέν. Κύρ. 7. 3, 9· πρ. ξύλα, εἰς τεθραυσμένον [[πηδάλιον]], Πλουτ. Βροῦτ. 46· ἅ τ’ ἀντὶ δώρων δῶρα χρὴ προσαρμόσαι, ἀντιδοῦναι προσαρμόζοντα, κατάλληλα δῶρα, Σοφ. Τρ. 494. ΙΙ. ἀμεταβ., προσκολλῶμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3. 2) συμφωνῶ, «ταιρειάζω» μέ τι [[πρᾶγμα]], τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 277C· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21. ΙΙΙ. Μέσ., [[προσαρμόζω]] τι εἰς ἐμαυτόν, προσαρμόξασθαι δ’ αὐτὰ ὁ [[νόος]] δύναται Στοβ. Ἐκλογ. 1. 106, ἔκδ. Canter.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[προσαρμόττω]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἁρμόζω]].
}}
}}