Anonymous

προφυτεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προφῠτεύω''': [[φυτεύω]] πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.
|lstext='''προφῠτεύω''': [[φυτεύω]] πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.
}}
{{bailly
|btext=planter <i>ou</i> semer auparavant, <i>fig.</i> engendrer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυτεύω]].
}}
}}