προφυτεύω

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφῠτεύω Medium diacritics: προφυτεύω Low diacritics: προφυτεύω Capitals: ΠΡΟΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: prophyteúō Transliteration B: prophyteuō Transliteration C: profyteyo Beta Code: profuteu/w

English (LSJ)

plant before, Gp.5.11.4 (Pass.): metaph., engender, S.El.198 (anap.).

German (Pape)

[Seite 798] vor oder vorher pflanzen, u. übertr., vorher bereiten, Soph. El. 191.

French (Bailly abrégé)

planter ou semer auparavant, fig. engendrer.
Étymologie: πρό, φυτεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φυτεύω verwekken.

Russian (Dvoretsky)

προφῠτεύω: досл. насаждать, перен. подготовлять (τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

προφῠτεύω: φυτεύω πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
αρχ.
προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω από πριν· μεταφ., προκατασκευάζω, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to plant before: metaph. to engender, Soph.