Anonymous

τραυμάτιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τραυμάτιον''': Ἰων. τρωμ-, τό, ὑποκ. τοῦ [[τραῦμα]], μικρὸν [[τραῦμα]] ἢ μικρὰ [[βλάβη]], Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ γ΄ 1082, κλπ.
|lstext='''τραυμάτιον''': Ἰων. τρωμ-, τό, ὑποκ. τοῦ [[τραῦμα]], μικρὸν [[τραῦμα]] ἢ μικρὰ [[βλάβη]], Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ γ΄ 1082, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite blessure, coup.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τραῦμα]].
}}
}}