Anonymous

ἐκβλύζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβλύζω''': [[ἐκρέω]], Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. [[ἐκχέω]], ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.
|lstext='''ἐκβλύζω''': [[ἐκρέω]], Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. [[ἐκχέω]], ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξέβλυσα;<br />faire jaillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βλύζω]].
}}
}}