ἐκβλύζω

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλύζω Medium diacritics: ἐκβλύζω Low diacritics: εκβλύζω Capitals: ΕΚΒΛΥΖΩ
Transliteration A: ekblýzō Transliteration B: ekblyzō Transliteration C: ekvlyzo Beta Code: e)kblu/zw

English (LSJ)

A gush out, Orph.L.490; οἴνῳ LXX Pr.3.10.
II trans., cause to gush out, ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255; νεκρὸς ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG13.

Spanish (DGE)

1 intr. fluir, brotar διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.L.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.Prot.1.5.29, cf. I.AI 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.Ep.365, αἷμα καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A
rebosar ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX Pr.3.10.
2 tr. hacer brotar, hacer manar ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255.

German (Pape)

[Seite 754] ausquellen, ausfließen, Orph. lith. 484 u. a. Sp. Bei Eust. auch transit.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέβλυσα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, βλύζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλύζω: стремительно вытекать, бить ключом: ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plut. хлынуло огромное количество жидкости.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλύζω: ἐκρέω, Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. ἐκχέω, ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.

Greek Monolingual

(AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω)
1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω
2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν»).

Greek Monotonic

ἐκβλύζω: εκρέω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to gush out, Plut.