Anonymous

ἀνώγαιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνώγαιον''': ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, [[γαῖα]]) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ [[ὑπερῷον]] τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς [[ἀποθήκη]], κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - [[ὡσαύτως]], ὡς [[δειπνητήριον]], Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) [[δεσμωτήριον]], Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. [[ἀναγκαῖον]], πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνάκαιον]]. - Εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.
|lstext='''ἀνώγαιον''': ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, [[γαῖα]]) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ [[ὑπερῷον]] τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς [[ἀποθήκη]], κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - [[ὡσαύτως]], ὡς [[δειπνητήριον]], Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) [[δεσμωτήριον]], Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. [[ἀναγκαῖον]], πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνάκαιον]]. - Εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἀνώγεων]].
}}
}}