Anonymous

ἀοργησία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοργησία''': ἡ, ἡ παντελὴς [[ἔλλειψις]] ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ὀργιλότης]], ἡ δὲ [[ἔλλειψις]] [ὀργῆς], εἴτ’ [[ἀοργησία]] τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι [[δήποτε]], ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., [[ὅστις]] καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.
|lstext='''ἀοργησία''': ἡ, ἡ παντελὴς [[ἔλλειψις]] ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ὀργιλότης]], ἡ δὲ [[ἔλλειψις]] [ὀργῆς], εἴτ’ [[ἀοργησία]] τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι [[δήποτε]], ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., [[ὅστις]] καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />calme <i>ou</i> égalité de l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀόργητος]].
}}
}}