ἀοργησία
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ἡ, a defect in the passion of anger, 'lack of gall', Arist.EN1108a8, cf. 1126a3:—in good sense, Plu., who wrote a treatise περὶ ἀοργησίας, cf. Nic.Dam.p.150 D., Andronic.Rhod.p.575 M., Gal. 5.30.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 indiferencia, falta de pasión, pasividad en sent. peyor. ἔστιν οὖν ἡ πραότης ἀνὰ μέσον ὀργιλότητος καὶ ἀοργησίας Arist.MM 1191b25, cf. EN 1108a8, 1126a3.
2 calma, dominio de la pasión, dominio de la ira περὶ ἀοργησίας tít. de una obra de Plutarco, Plu.2.452d, cf. Nic.Dam.103w., Andronic.Rhod.p.575, Gal.5.30, Ath.Al.M.26.869B.
German (Pape)
[Seite 272] ἡ, das nicht in Zorn Geraten, Zornlosigkeit, Arist. Nic. Eth. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
calme ou égalité de l'âme.
Étymologie: ἀόργητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀοργησία: ἡ незлобивость, душевная невозмутимость Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοργησία: ἡ, ἡ παντελὴς ἔλλειψις ὀργῆς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀργιλότης, ἡ δὲ ἔλλειψις [ὀργῆς], εἴτ’ ἀοργησία τις ἐστὶν εἴθ’ ὅ,τι δήποτε, ψέγεται, οἱ γὰρ μὴ ὀργιζόμενοι ἐφ’ οἷς δεῖ ἠλίθιοι δοκοῦσιν εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 5: ― Ἐπὶ καλῆς σημασίας, Πλούτ., ὅστις καὶ ἔγραψε πραγματείαν περὶ ἀοργησίας.
Greek Monolingual
ἀοργησία, η (AM) αόργητος
η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα
αρχ.
πλήρης έλλειψη οργής.
Greek Monotonic
ἀοργησία: ἡ, έλλειψη του ψυχικού πάθους της οργής, παντελής απουσία οργής, σε Αριστ.
Middle Liddell
[from ἀόργητος
a defect in the passion of anger, "lack of gall", Arist.