Anonymous

ἄξυλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄξῠλος''': -ον, ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐκόπησαν ξύλα, Λατ. incaeduus, [[ἄξυλος]] ὕλη, μὴ ἀραιωθεῖσα, ὃ ἐ. πυκνή, Ἰλ. Λ. 155, «ἀφ’ ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο» Σχολ. Ἑνετ. ἐν τόπῳ: - Ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ ἐπιτατικὸν α΄, πυκνὸν μὲ δένδρα (ξύλα), ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], [[ἐπειδὴ]] [[ξύλον]] δύναται νὰ σημάνῃ μόνον κεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, ξηρὸν ὡς τὰ πολλά, οὐχὶ δὲ ζῶν καὶ αὐξανόμενον [[δένδρον]]: καθ’ Ἡσύχ. «ἄξυλον· πολύν, [[ὅθεν]] οὐδεὶς ξυλοφορεῖ· ἢ ἱερὸν τόπον». ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ξύλων, τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν [[κρεῶν]] ἐξεύρηται Ἡρόδ. 4. 61, 185. Ἀνθ. Π. 9. 89: [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] φορτίου ξύλων, Λουκ. Ὄνος 32.
|lstext='''ἄξῠλος''': -ον, ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐκόπησαν ξύλα, Λατ. incaeduus, [[ἄξυλος]] ὕλη, μὴ ἀραιωθεῖσα, ὃ ἐ. πυκνή, Ἰλ. Λ. 155, «ἀφ’ ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο» Σχολ. Ἑνετ. ἐν τόπῳ: - Ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ ἐπιτατικὸν α΄, πυκνὸν μὲ δένδρα (ξύλα), ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], [[ἐπειδὴ]] [[ξύλον]] δύναται νὰ σημάνῃ μόνον κεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, ξηρὸν ὡς τὰ πολλά, οὐχὶ δὲ ζῶν καὶ αὐξανόμενον [[δένδρον]]: καθ’ Ἡσύχ. «ἄξυλον· πολύν, [[ὅθεν]] οὐδεὶς ξυλοφορεῖ· ἢ ἱερὸν τόπον». ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ξύλων, τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν [[κρεῶν]] ἐξεύρηται Ἡρόδ. 4. 61, 185. Ἀνθ. Π. 9. 89: [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] φορτίου ξύλων, Λουκ. Ὄνος 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> où l’on ne coupe pas de bois touffu;<br /><b>II.</b> sans bois :<br /><b>1</b> non boisé (pays);<br /><b>2</b> qui n’a pas de charge de bois.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ξύλον]].
}}
}}