Anonymous

ἀνωφέλητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωφέλητος''': -ον, [[ἀνωφελής]], [[μάταιος]], [[ἄχρηστος]], τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. [[ἄνθρωπος]], «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).
|lstext='''ἀνωφέλητος''': -ον, [[ἀνωφελής]], [[μάταιος]], [[ἄχρηστος]], τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. [[ἄνθρωπος]], «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne procure aucun profit.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὠφελέω]].
}}
}}