Anonymous

ἀπαιολάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιολάω''': [[περιπλέκω]], [[συγχέω]], παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.
|lstext='''ἀπαιολάω''': [[περιπλέκω]], [[συγχέω]], παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />égarer <i>en parl. d’un doute qui égare la pensée</i> : τινά τινος BABR tromper qqn au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαιόλη]].
}}
}}