ἀπαιολάω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
perplex, confound, E.Ion549; ἀ. τινὰ τῆς ἀληθείας Babr. 95.99:—also ἀπαιολέω, Sch.Ar.Nu.1150.
German (Pape)
[Seite 275] (od. ἀπαιολέω, Schol. Ar. Nub. 1134), nach Möris attisch für ἀποπλανάω, irre machen, täuschen, Eur. Ion. 549, wo Herm. ἀποιολεῖ schreibt; ἀπαιολῶσα τῆς ἀληθείης Babr. 95, 99.
French (Bailly abrégé)
ἀπαιολῶ :
égarer en parl. d'un doute qui égare la pensée : τινά τινος BABR tromper qqn au sujet de qch.
Étymologie: ἀπαιόλη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαιολάω: сбивать с толку, вводить в заблуждение (τινα Eur.; τινά τινος Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιολάω: περιπλέκω, συγχέω, παραπλανῶ, Εὐρ. Ἴων, 549· ἀπ. τινα τῆς ἀληθείας Βάβρ. 95. 99. - Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ἀπαιολέω.
Greek Monotonic
ἀπαιολάω: μέλ. -ήσω, περιπλέκω, προκαλώ σύγχυση, παραπλανώ, σε Ευρ.