Anonymous

πρόσορμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσορμος''': ὁ, [[τόπος]] προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, [[τόπος]] ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.
|lstext='''πρόσορμος''': ὁ, [[τόπος]] προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, [[τόπος]] ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lieu pour aborder, mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅρμος]].
}}
}}