πρόσορμος

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσορμος Medium diacritics: πρόσορμος Low diacritics: πρόσορμος Capitals: ΠΡΟΣΟΡΜΟΣ
Transliteration A: prósormos Transliteration B: prosormos Transliteration C: prosormos Beta Code: pro/sormos

English (LSJ)

ὁ, = προσορμιστήριον (anchorage), Str. 14.3.8.

German (Pape)

[Seite 775] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu pour aborder, mouillage.
Étymologie: πρός, ὅρμος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορμος: ὁ, τόπος προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, τόπος ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσορμιστήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφορμος].

Greek Monotonic

πρόσορμος: ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

πρόσ-ορμος, ὁ,
a landing-place, Strab.