Anonymous

ἡδύς: Difference between revisions

From LSJ
1,362 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύς''': ἡδεῖα, ἡδύ, ἀλλ’ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἡδὺς ἀϋτμὴ (ὡς θηλ.) Ὀδ. Μ. 369· Δωρ. [[ἁδύς]], ἀνώμαλ. αἰτιατ. [[ἁδέα]] ἀντὶ ἡδὺν Θεόκρ. 20. 44, Μόσχ. 3. 83, ἀντὶ ἡδεῖαν Θεόκρ. 20. 8 (πρβλ. [[θῆλυς]])· Ἰων. θηλ. ἡδέᾰ, Δωρ. [[ἁδέα]]· συγκρ. ἡδίων ῑ, ὑπερθ. [[ἥδιστος]] Ὀδ. Ν. 80, καὶ Ἀττ.· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] [[ὁμαλῶς]]: ἡδύτερος, Ψευδοφωκυλ. 183, Ἀνθ. Π. 9. 247, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 2, 1 (ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή)· ἡδύτατος Ἀνθ. Π. 11. 298, Πλούτ. 2. 98Ε. Ι. [[γλυκύς]], [[εὐάρεστος]] εἰς τὴν γεῦσιν, [[δεῖπνον]] Ὀδ. Υ. 391· [[συχν]]. ἐπὶ οἴνου, Γ. 51, Ι. 197, κτλ.· εἰς τὴν ὀσμήν, ἀμβροσίην... ἡδὺ [[μάλα]] πνείουσαν Δ. 446· ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα, ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει Ι. 210· εἰς τὴν ἀκοήν, δίδου δ’ ἡδεῖαν ἀοιδὴν Θ. 64· αὐδὴ Ἡσ. Θ. 40· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εὐαρέστου αἰσθήματος, καταστάσεως, κτλ., [[οἷον]] ἐπὶ ὕπνου, ἡδὺς [[ὕπνος]] Ἰλ. Δ. 131, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδ.· ἡδὺς [[κοῖτος]] Τ. 510· ἡδὺ [[μάλα]] κνώσσουσα Δ. 809· ἡδὺς [[μῦθος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀλγεινός]], Σοφ. Ἀντ. 12, πρβλ. 436 κἑξ.· ― μετ’ ἀπαρ., ἡδὺς δρακεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 602· ἡδὺς ἀκοῦσαι [[λόγος]] Πλάτ. Μένωνι 81D, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 503 (ἴδε γλυκὺς Ι. 2)· ― ἡδύ ἐστι ἢ γίγνεται, εἰ... τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Ἰλ. Δ. 17, πρβλ. Η. 387· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἂν ἔμοιγε [[μετὰ]] φρασὶν ἡδὺ γένοιτο ζωέμεν Ὀδ. Ω. 435· ἁδὺ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι Αἰσχύλ. Πρ. 536, κτλ.· οὕτω, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν (ὡς τὸ οὐκ ἄμεινόν ἐστι) προτιμῶ νὰ μὴ..., Ἡρόδ. 2. 46· ― οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ δι’ ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδὺ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Α· τὰ ἡδέα, ἡδοναί, τέρψεις, Θουκ. 5. 105, Πλάτ. Γοργ. 495Α, κτλ.· ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., [[ἡδέως]], γλυκά, ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Ἰλ. Β. 270, κτλ.· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ προσώπων, [[εὐάρεστος]], [[εὐπρόσδεκτος]], Σοφ. Ο. Τ. 82, Φ. 530, πρβλ. Ἠλ. 929· ― εἰρωνικῶς: [[ἥδιστος]]... [[δεσμώτης]] ἔσω θακεῖ ὁ αὐτ. Αἴ. 105. 2) εὐχαριστημένος, χαίρων, [[πλήρης]] χαρᾶς, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 82· ἡδίους ἔσεσθε ἀκούσαντες Δημ. 641. 9· ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν Πλούτ. Καμίλ. 32· ἡδίω τὴν γνώμην πρὸς τὸ μέλλον ποιεῖν ὁ αὐτ. Φαβ. 5· ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ ἥδιστε, τὸ τοῦ Ὁρατίου dulcissime verum, Πλάτ. Πολ. 348C, κτλ. 3) ὡς τὸ γλυκὺς καὶ [[εὐήθης]], [[ἀφελής]], [[ἁπλοῦς]], ὡς ἡδὺς εἶ ὁ αὐτ. Γοργ. 491D, Πολιτ. 337D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[ἡδέως]], εὐχαρίστως, μετ’ εὐχαριστήσεως, [[ἡδέως]] ἀλγεινῶς θ’ ἅμα Σοφ. Τρ. 436· ἡδ. εὕδειν [[αὐτόθι]] 175· δρᾶν τι ὁ αὐτ. Ἀντ. 70· ὁρᾶν τινα Εὐρ. Ι. Α. 1122· βίοτον ἄγειν ὁ αὐτ. Κύκλ. 453, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 440, Ξεν., κτλ.· [[ἡδέως]] ἂν ἐροίμην, εὐχαρίστως [[ἤθελον]] ἐρωτήσει, Δημ. 246. 10· ― ἡδ. ἔχω τι, εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀρέσκομαι ἢ ἀρκοῦμαι εἴς τι, Εὐρ. Ἴωνι 647, 1602· ἡδ. ἔχω τινὸς Ἱππ. 1089C, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε· ἡδ. ἔχω [[πρός]] τινα ἢ τινί, εἶμαι καλὸς [[πρός]] τινα, ἔχω καλὰς διαθέσεις, Ἰσοκρ. 6Β, Δημ. 60 ἐν τέλ.· ἡδ. ἔχω, ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[εὐάρεστος]], Εὐρ. Ι. Α. 483· ― [[ἡδέως]] μοί ἐστι, μὲ εὐχαριστεῖ, Heind. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 436· ― συγκρ. ἥδιον Λυσ. 111. 41, Φερεκρ. Κορ. 1, Πλάτ., κτλ.· ― ὑπερθ. ἥδιστα μεντἄν ἤκουσα Πλάτ. Θεαιτ. 183D, κτλ. 2) παρ’ Ὁμ. τὸ ἡδὺ [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἀνωτ. (Συγγενὲς τῷ ἧδος, [[ἥδομαι]]· ἴδε ἐν λ. [[ἁνδάνω]].) Ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 1101, κατεῖχε χειρί· πατρὶ δ’ οὐδὲν ἥδῐον, καὶ Ἀλέξ. Ἀσωτ. 1. 6, γαστρὸς οὐδὲν ἥδῐον.
|lstext='''ἡδύς''': ἡδεῖα, ἡδύ, ἀλλ’ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἡδὺς ἀϋτμὴ (ὡς θηλ.) Ὀδ. Μ. 369· Δωρ. [[ἁδύς]], ἀνώμαλ. αἰτιατ. [[ἁδέα]] ἀντὶ ἡδὺν Θεόκρ. 20. 44, Μόσχ. 3. 83, ἀντὶ ἡδεῖαν Θεόκρ. 20. 8 (πρβλ. [[θῆλυς]])· Ἰων. θηλ. ἡδέᾰ, Δωρ. [[ἁδέα]]· συγκρ. ἡδίων ῑ, ὑπερθ. [[ἥδιστος]] Ὀδ. Ν. 80, καὶ Ἀττ.· παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] [[ὁμαλῶς]]: ἡδύτερος, Ψευδοφωκυλ. 183, Ἀνθ. Π. 9. 247, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 2, 1 (ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή)· ἡδύτατος Ἀνθ. Π. 11. 298, Πλούτ. 2. 98Ε. Ι. [[γλυκύς]], [[εὐάρεστος]] εἰς τὴν γεῦσιν, [[δεῖπνον]] Ὀδ. Υ. 391· [[συχν]]. ἐπὶ οἴνου, Γ. 51, Ι. 197, κτλ.· εἰς τὴν ὀσμήν, ἀμβροσίην... ἡδὺ [[μάλα]] πνείουσαν Δ. 446· ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα, ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει Ι. 210· εἰς τὴν ἀκοήν, δίδου δ’ ἡδεῖαν ἀοιδὴν Θ. 64· αὐδὴ Ἡσ. Θ. 40· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εὐαρέστου αἰσθήματος, καταστάσεως, κτλ., [[οἷον]] ἐπὶ ὕπνου, ἡδὺς [[ὕπνος]] Ἰλ. Δ. 131, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδ.· ἡδὺς [[κοῖτος]] Τ. 510· ἡδὺ [[μάλα]] κνώσσουσα Δ. 809· ἡδὺς [[μῦθος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀλγεινός]], Σοφ. Ἀντ. 12, πρβλ. 436 κἑξ.· ― μετ’ ἀπαρ., ἡδὺς δρακεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 602· ἡδὺς ἀκοῦσαι [[λόγος]] Πλάτ. Μένωνι 81D, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 503 (ἴδε γλυκὺς Ι. 2)· ― ἡδύ ἐστι ἢ γίγνεται, εἰ... τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Ἰλ. Δ. 17, πρβλ. Η. 387· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἂν ἔμοιγε [[μετὰ]] φρασὶν ἡδὺ γένοιτο ζωέμεν Ὀδ. Ω. 435· ἁδὺ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι Αἰσχύλ. Πρ. 536, κτλ.· οὕτω, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν (ὡς τὸ οὐκ ἄμεινόν ἐστι) προτιμῶ νὰ μὴ..., Ἡρόδ. 2. 46· ― οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ δι’ ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδὺ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Α· τὰ ἡδέα, ἡδοναί, τέρψεις, Θουκ. 5. 105, Πλάτ. Γοργ. 495Α, κτλ.· ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., [[ἡδέως]], γλυκά, ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Ἰλ. Β. 270, κτλ.· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ προσώπων, [[εὐάρεστος]], [[εὐπρόσδεκτος]], Σοφ. Ο. Τ. 82, Φ. 530, πρβλ. Ἠλ. 929· ― εἰρωνικῶς: [[ἥδιστος]]... [[δεσμώτης]] ἔσω θακεῖ ὁ αὐτ. Αἴ. 105. 2) εὐχαριστημένος, χαίρων, [[πλήρης]] χαρᾶς, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 82· ἡδίους ἔσεσθε ἀκούσαντες Δημ. 641. 9· ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν Πλούτ. Καμίλ. 32· ἡδίω τὴν γνώμην πρὸς τὸ μέλλον ποιεῖν ὁ αὐτ. Φαβ. 5· ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ ἥδιστε, τὸ τοῦ Ὁρατίου dulcissime verum, Πλάτ. Πολ. 348C, κτλ. 3) ὡς τὸ γλυκὺς καὶ [[εὐήθης]], [[ἀφελής]], [[ἁπλοῦς]], ὡς ἡδὺς εἶ ὁ αὐτ. Γοργ. 491D, Πολιτ. 337D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[ἡδέως]], εὐχαρίστως, μετ’ εὐχαριστήσεως, [[ἡδέως]] ἀλγεινῶς θ’ ἅμα Σοφ. Τρ. 436· ἡδ. εὕδειν [[αὐτόθι]] 175· δρᾶν τι ὁ αὐτ. Ἀντ. 70· ὁρᾶν τινα Εὐρ. Ι. Α. 1122· βίοτον ἄγειν ὁ αὐτ. Κύκλ. 453, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 440, Ξεν., κτλ.· [[ἡδέως]] ἂν ἐροίμην, εὐχαρίστως [[ἤθελον]] ἐρωτήσει, Δημ. 246. 10· ― ἡδ. ἔχω τι, εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀρέσκομαι ἢ ἀρκοῦμαι εἴς τι, Εὐρ. Ἴωνι 647, 1602· ἡδ. ἔχω τινὸς Ἱππ. 1089C, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε· ἡδ. ἔχω [[πρός]] τινα ἢ τινί, εἶμαι καλὸς [[πρός]] τινα, ἔχω καλὰς διαθέσεις, Ἰσοκρ. 6Β, Δημ. 60 ἐν τέλ.· ἡδ. ἔχω, ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[εὐάρεστος]], Εὐρ. Ι. Α. 483· ― [[ἡδέως]] μοί ἐστι, μὲ εὐχαριστεῖ, Heind. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 436· ― συγκρ. ἥδιον Λυσ. 111. 41, Φερεκρ. Κορ. 1, Πλάτ., κτλ.· ― ὑπερθ. ἥδιστα μεντἄν ἤκουσα Πλάτ. Θεαιτ. 183D, κτλ. 2) παρ’ Ὁμ. τὸ ἡδὺ [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἀνωτ. (Συγγενὲς τῷ ἧδος, [[ἥδομαι]]· ἴδε ἐν λ. [[ἁνδάνω]].) Ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 1101, κατεῖχε χειρί· πατρὶ δ’ οὐδὲν ἥδῐον, καὶ Ἀλέξ. Ἀσωτ. 1. 6, γαστρὸς οὐδὲν ἥδῐον.
}}
{{bailly
|btext=[[ἡδεῖα]], ἡδύ ; <i>gén.</i> ἡδέος, ἡδείας, ἡδέος;<br />agréable, doux :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de choses</i> :<br /><b>1</b> doux au goût;<br /><b>2</b> doux à l’odorat, parfumé, embaumé;<br /><b>3</b> doux à l’oreille (parole, chant, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> doux <i>en gén.</i> (sommeil, <i>etc.</i>) : ἡδύ ἐστι <i>ou</i> γίγνεται ([[τόδε]]) IL (cela) est agréable, charmant ; ἡδύ ἐστι <i>ou</i> γίγνεται avec un inf. OD il est agréable de ; <i>adv. au neutre</i> : • ἡδὺ γελᾶν IL rire doucement ; <i>subst.</i> τὸ ἡδύ PLAT l’agrément ; τὰ [[ἡδέα]] THC les plaisirs;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i> :<br /><b>1</b> agréable, charmant ; ὦ ἥδιστε PLAT mon très doux ami ; <i>avec une nuance d’ironie</i> facile, simple ; plaisant : ἡδὺς γὰρ [[εἶ]], ἔφη PLAT car tu es plaisant, dit-il;<br /><b>2</b> qui éprouve du plaisir : [[ἡδύς]] εἰμι ἀκούσας DÉM je suis charmé d’avoir entendu;<br /><i>Cp.</i> [[ἡδίων]], <i>rar.</i> ἡδύτερος, <i>Sp.</i> [[ἥδιστος]], <i>rar.</i> ἡδύτατος.<br />'''Étymologie:''' R. ΣϜαδ &gt; Ἁδ, être agréable ; [[ἡδύς]] p. *σϜαδύς = <i>lat.</i> suavis, p. *svadvis.
}}
}}