Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀτμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτμός''': ὁ, (ἴδε ἄω, φυσῶ, [[πνέω]]) [[ἀτμός]], «ἀχνός», [[ἀναθυμίασις]], βαρεῖα καὶ [[δυσώδης]] [[ἀναθυμίασις]], [[ὅμοιος]] [[ἀτμός]] [[ὥσπερ]] ἐκ τάφου πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311· [[ἀναπνοή]], ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρὶ Εὐμ. 138· [[ὅταν]] ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ… ὑπὸ τοῦ ἡλίου Ἀριστ. Προβλ. 1. 21· κατὰ πληθ., ἀναθυμιάσεις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Λιβάν. 1. 394· ― πυρὸς [[ἀτμός]], περιφραστικῶς, ἀντὶ πῦρ, μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8639.
|lstext='''ἀτμός''': ὁ, (ἴδε ἄω, φυσῶ, [[πνέω]]) [[ἀτμός]], «ἀχνός», [[ἀναθυμίασις]], βαρεῖα καὶ [[δυσώδης]] [[ἀναθυμίασις]], [[ὅμοιος]] [[ἀτμός]] [[ὥσπερ]] ἐκ τάφου πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311· [[ἀναπνοή]], ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρὶ Εὐμ. 138· [[ὅταν]] ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ… ὑπὸ τοῦ ἡλίου Ἀριστ. Προβλ. 1. 21· κατὰ πληθ., ἀναθυμιάσεις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Λιβάν. 1. 394· ― πυρὸς [[ἀτμός]], περιφραστικῶς, ἀντὶ πῦρ, μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8639.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vapeur humide, vapeur <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἄημι]].
}}
}}