ἀτμός

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτμός Medium diacritics: ἀτμός Low diacritics: ατμός Capitals: ΑΤΜΟΣ
Transliteration A: atmós Transliteration B: atmos Transliteration C: atmos Beta Code: a)tmo/s

English (LSJ)

ὁ, steam, vapour, A.Eu.138; ὅταν ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ . . ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arist.Pr.862a4; Ἄραψ ἀτμός, of incense, Pae.Delph.II: in plural, vapours, A.Fr.205; clouds of steam, Jul.Mis.341d; especially of odours, A.Ag.1311, Arist.Pr.908a21, Ph.1.96,al., Lib.Or.12.79 (pl.), etc.; distinguished from ἀτμίς, as dry from moist, by Olymp.in Mete.165.25. [ᾰτμ A.Fr.205.]

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1hálito, aliento ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρί A.Eu.138, cf. Nonn.D.1.239.
2 hedor ὁμοῖος ἀ. ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει A.A.1311
olor ἡ ὀσμή ἀ. καὶ ἀπορροή τις Arist.Pr.908a21, ἀτμοὺς εὐωδίας Ast.Am.Hom.2.5.6, cf. Ptol.Iudic.16.17.
3 efluvio, humo de incienso Ἄραψ ἀ. Pae.Delph.11, μέθην φασί γίγνεσθαι πραεῖαν δι' ἀτμοῦ θυμιαμάτων τινῶν D.Chr.32.56, τῶν ἀρωμάτων Lib.Or.12.79
soplo πυρός ἀτμός Hymn.Mag.1.14.
II 1como elemento constitutivo de la materia vapor de agua contenido en el aire ἀνέμους δὲ γίνεσθαι τῶν λεπτοτάτων ἀτμῶν τοῦ ἀέρος Hippol.Haer.1.6.7 (= Anaximand.A 11), cf. ξηροὶ ἀτμοὶ ἀνέμους ... εἰργάσαντο Arr.Phys.3
vapor en fumigaciones medicinales εἴσεισιν ἀτμὸς ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.2.181, del cuerpo humano, interno τὸ ... σπέρμα εἶναι στάγονα ... περιέχουσαν ... θερμὸν ἀτμόν Pythag.B 1a, ἀναπέμπει τὸ σῶμα ἀτμοὺς εἰς τὴν κεφαλήν Hp.Gland.7, cf. Plu.2.129c, externo θερμὸς ἀ. Hp.Epid.6.4.22, cf. Morb.1.25, ὡς ... ἀ. ἀνέρχεται πολὺς ἑψομένου τοῦ ὕδατος Hp.Flat.8, cf. Hero Spir.1 proem., 84.3, en la formación de las nubes νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Placit.4.1.4 (= Democr.A 99), ἀτμὸς λίμνης A.R.4.600, de la cola de un cometa ἀτμοῦ ἀναφερομένου ἀπὸ τοῦ κομήτου Hippocr.Ch.5, de la humedad de una pared ἀπὸ τῶν τοίχων ἀτμοὺς ἐκίνησαν Iul.Mis.341d.
2 vapor seco como concepto previo a la noción de ‘gas’ op. ἀτμίς, διττή ἐστιν ἀναθυμίασις ἀπὸ τῆς γῆς, ἡ μὲν ἀτμίς, ἡ δὲ ἀ. Olymp.in Mete.165.25, ἀ. καπνώδης Olymp.in Mete.165.28, cf. Anon.Lond.37.44, 55, Plu.2.435a.
• Etimología: Rel. c. la raíz de ἀήρ q.u., en grado pleno *HeH2t- > *āt, en aaa. ātum, ai. ātmán-. El grado ø c. vocalización entre las dos laringales *H°H2t- da lugar a ἀτμός, ἀτμή, ἀτμίς, etc., c. α originariamente breve. De *H°H2et- > au̯et- vendría ἀετμόν.

German (Pape)

[Seite 387] (ἄω), ὁ, Dampf, Dunst; Hauch, Aesch. Ag. 1284 Eum. 133 u. Sp.; εὐώδης ἀτμὸς ἔχει πλοκάμους Antiphil. 6 (VI, 250); Alex. Ath. IX, 383 e.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vapeur humide, vapeur en gén.
Étymologie: ἄημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀτμός:пар, испарение Aesch., Arst., Plut., Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμός: ὁ, (ἴδε ἄω, φυσῶ, πνέω) ἀτμός, «ἀχνός», ἀναθυμίασις, βαρεῖα καὶ δυσώδης ἀναθυμίασις, ὅμοιος ἀτμός ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311· ἀναπνοή, ἀτμῷ κατισχναίνουσα, νηδύος πυρὶ Εὐμ. 138· ὅταν ἐκ γῆς ἀ. ἀνίῃ… ὑπὸ τοῦ ἡλίου Ἀριστ. Προβλ. 1. 21· κατὰ πληθ., ἀναθυμιάσεις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Λιβάν. 1. 394· ― πυρὸς ἀτμός, περιφραστικῶς, ἀντὶ πῦρ, μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8639.

Greek Monolingual

ο (AM ἀτμός)
υγρή πνοή, αναθυμίαση αερίου, αχνός
ατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με ψύξη
νεοελλ.
φρ. «υπ' ατμόν» — έτοιμος για αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατμός < αετμός (πρβλ. τις «γλώσσες» του Ησυχίου
«αετμόν
το πνεύμα» και «άετμα
φλόξ»). Ο τ. α(F)ε-τμός, σχηματισμένος με το επιθηματικό στοιχείο -τ-μο-, συνδέεται με τα ά(F)ελλα (< άFε-λια) και ά(F)η-μι (πρβλ. επίσης και αϋτμή, πιθ. με εναλλαγή αFερ- / αυτ-). Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογο μορφολογικό σχηματισμό προς το ατμός, χωρίς όμως καμιά ετυμολογική συγγένεια, παρουσιάζουν τα αρχ. ινδ. ātmάn- «ψυχή, πνεύμα» και αρχ. άνω γερμ. ātum «πνοή, αναπνοή» (< ΙΕ. ēt-men- «πνοή, αναπνοή»). Βλ. και λ. άημι.
ΠΑΡ. ατμίδαατμίς), ατμώδης
αρχ.
ατμιώ.
ΣΥΝΘ. ατμοειδής
νεοελλ.
αερατμός, ατμαγωγός, ατμάμαξα, ατμαντλία, ατμήλατος, ατμόβαρις, ατμοβραστήρας, ατμογόνος, ατμοδόκη, ατμοθάλαμος, ατμόιππος, ατμοκιβώτιο, ατμοκινητήρας, ατμοκίνητος, ατμοκλίβανος, ατμοκύλινδρος, ατμολέβητας, ατμόληψη, ατμόλουτρο, ατμομανδύας, ατμομηχανή, ατμόμυλος, ατμονομώ, ατμοπαγίδα, ατμοπλοΐα, ατμόπλοιο, ατμοστρόβιλος, ατμοσυμπυκνωτής, ατμοσυσσωρευτής, ατμόσφαιρα, ατμόσφυρα, ατμοσωλήνας, ατμοφράκτης / υδρατμός
αρχ.
ένατμος, υπατμός].

Greek Monotonic

ἀτμός: ὁ (ἄω, φυσώ), ατμός, αχνός, πάχνη, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: steam, vapour, odour (A.),
Other forms: ἀτμή f. id. (Hes.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Contracted from ἀετμός, cf. ἀετμόν τὸ πνεῦμα, ἄετμα φλόξ H.? Compared with ἄ(Ϝ)ελλα (q.v.) < *ἄϜε-λ-ι̯α (Chantr. Form. 136) and ἄημι; further with ἀυτμή (q.v.), but the ablaut is unexplained. Chantr. points to the difference in meaning with ἄημι. Diff. Solmsen Unt. 271f. - Not to Skt. ātmán- soul, OHG. ātum breath (< *h₁eh₁tm-). Cf. Bq.

Middle Liddell

[ἄω to blow]
steam, vapour, Aesch.

Frisk Etymology German

ἀτμός: {atmós}
Forms: ἀτμή f. ib. (Hes. Th. 862).
Grammar: m.
Meaning: Dampf, Dunst, Rauch (A., Arist. usw.),
Derivative: Ableitungen: ἀτμίς f. (zur Bildung Schwyzer 464f.) feuchter Dampf, Dunst (Hdt., Pl., Arist. usw.) mit ἀτμιδώδης (Arist. u. a.) und ἀτμιδόομαι in Dampf verwandelt werden (Arist.). — ἀτμώδης (Arist., Thphr. u. a.), ἀτμίζω dampfen, dunsten, auch auf ἀτμίς beziehbar (S., X., Arist. u. a.).
Etymology: Aus ἀετμός kontrahiert, vgl. ἀετμόν· τὸ πνεῦμα, ἄετμα· φλόξ H. Durch Abtrennung eines suffixalen Elements -τμο- (vgl. Schwyzer 493, Chantraine Formation 136) erhält man Anschluß an ἄελλα (s. d.) aus *ἄϝελ-ι̯α und letzter Hand wahrscheinlich an ἄημι; anderseits meldet sich auch ἀυτμή (s. d.) zum Vergleich. Zu einem fraglichen Ablaut ἀϝε-: ἀ(ϝ)υ- s. besonders Solmsen Unt. 271f. — Außerhalb des Griechischen ist an ai. ātmán- Seele, ahd. ātum Atem zu erinnern, die, obgleich unverwandt, eine ähnliche Bildungsweise zeigen. Vgl. Bq und WP. 1, 221f.
Page 1,179-180

English (Woodhouse)

steam, vapour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀναθυμίαση, ἀχνός). Ἀπό τό ἄημι, ἄω (=πνέω).
Παράγωγα: ἀτμίζω (=καπνίζω), ἀτμιστός, ἀτμοειδής, ἀτμώδης, ἐξατμίζω, ἐξάτμισις.

Léxico de magia

humo de una ofrenda ὑπὲρ τὸν ἀτμὸν λέγε sobre el humo di P XII 216

Translations

vapor

Albanian: avull; Arabic: بُخَار; Armenian: գոլորշի; Asturian: vapor; Azerbaijani: buxar; Belarusian: пара, пар; Bengali: বাষ্প, ভাপ; Bulgarian: пара; Burmese: အခိုးအငွေ့, အခိုး; Catalan: vapor; Chinese Mandarin: 蒸氣, 蒸气; Crimean Tatar: buv; Czech: pára; Danish: damp; Dutch: damp; Estonian: aur; Finnish: höyry; French: vapeur; Galician: vapor; Georgian: ორთქლი; German: Dampf; Greek: ατμός; Ancient Greek: ἀτμός, ἀτμίς; Hebrew: אֵד; Hindi: वाष्प, भाप, उनाह; Hungarian: gőz, pára; Icelandic: gufa; Indonesian: uap; Ingrian: höyry; Interlingua: vapor; Italian: gas, vapore; Japanese: 気体, 蒸気; Kazakh: бу; Khmer: ចំហាយ; Korean: 증기(蒸氣); Kyrgyz: буу, пар; Lao: ໄອ, ອາຍນ້ຳ; Latin: vapor, nidor; Latvian: tvaiks; Lithuanian: garai or; Macedonian: пареа; Malay: wap; Maltese: fwar; Maori: wairehu; Marathi: बाष्प, वाफ; Mongolian: уур манан, уурших, уур; Navajo: siil; Nepali: बाफ; Nogai: був; Norwegian Bokmål: damp; Occitan: vapor; Odia: ବାଷ୍ପ; Persian: بخار; Plautdietsch: Donst; Polish: para; Portuguese: vapor; Romanian: abur; Russian: пар, газ; Sanskrit: वाष्प, नभस्; Scottish Gaelic: deatach; Serbo-Croatian Cyrillic: пара; Roman: para; Slovak: para; Slovene: para; Southern Altai: буу; Spanish: vapor; Sundanese: saab; Swedish: ånga; Tagalog: singaw; Tajik: бухор, буғ; Thai: ไอ, ไอน้ำ; Turkish: buhar; Turkmen: bug; Ukrainian: пара, пар; Urdu: بھاپ, اناہ; Uyghur: بۇغ, پار; Uzbek: bugʻ, par; Vietnamese: hơi; Yakut: паар