3,270,629
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποδύω''': [[ὑποδύνω]], φορῶ [[κάτωθεν]], κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Ἡρόδ. 1. 155. 2) μεταφορ., κίνδυνον ὑποδύνειν, ὑφίστασθαι κίνδυνον, κινδυνεύειν, ὁ αὐτ. 3. 69· [[ταῦτα]] ὑποδύνειν ὁ αὐτ. 7. 10. 3) ἀμεταβ., [[ἠρέμα]] [[εἰσέρχομαι]] [[ὑποκάτω]] τινός, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους ὁ αὐτ. 4. 75· ὑπ. τι, [[εἰσέρχομαι]] εἴς τι κρυφίως καὶ ἐντέχνως, ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην ὁ αὐτ. 6. 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, δ. 4) [[φεύγω]] ὑποκάτωθέν τινος, ἧττον ἂν ὑποδύοι ὁ [[ἵππος]] (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ὁ ἐνεργ. ἐνεστὼς [[ὑποδύω]] ἀπαντᾷ), Ξεν. Ἱππ. 8, 7. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὑποδύομαι, μέλλ. [[δύσομαι]]· ἀόρ. α΄ -εδυσάμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. -εδύσετο Ὀδ.· - ἀόρ. β΄ ἐνεργ. -έδυν, πρκμ. -δέδυκα. Καταδύομαι [[ὑποκάτω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ὑποκάτω]], εἰσχωρῶ, χώνομαι [[ὑποκάτω]], Λατιν. subire, μετ’ αἰτ., ὑποδῦσα θαλάσσης κόλπον, βυθυσθεῖσα εἰς..., Ὀδ. Δ. 435, 570. πρβλ. Ἰλ. Σ. 145· ὑποδ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Ἡρόδ. 1. 31. ὑπὸ τὴν φοινικίδα Ἀριστοφ. Πλ. 735· ἄρθρον εἰς [[χωρίον]] ὑπ. Ἱπποκρ. περὶ Ἄρθρ. 787· ὑποδ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων, [[ἕρπω]] [[ὑποκάτω]], Ἀριστοφ. Σφ. 205· φέρει τιν’ ὑποδεδυκότα, [[ὑποκάτω]] [[ὄντα]], ὡς ὁ Ὀδυσσεὺς ὑπὸ τὸν κριὸν τοῦ Πολυφήμου, [[αὐτόθι]] 182· ὑπὸ παντὶ λίθῳ [[σκορπίος]] ὑποδύεται Σκόλ. 22. Bergk.· ἐς τὴν θάλασσαν Λουκ. Ἑρμότ. 71· [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. τῇ πέλτῃ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 3· - ἀκολούθως, β) ὡς τὸ ἐνδύομαι, [[εἰσάγω]] τοὺς πόδας εἰς σανδάλια, φορῶ σανδάλια, ὑπόδῡθι τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Σφ. 1158· ὑποδύσασθαι... δυσμενῆ καττύματα [[αὐτόθι]] 1159· ὑποδυσάμενος [[αὐτόθι]] 1168, (ἀλλ’ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις ὁ Scal. ἀποκατέστησεν: ὑποδοῦ τι, ὑποδήσασθαι, -δησάμενος, ἐκ τοῦ [[ὑποδέω]] ΙΙ). γ) μεταφορ., [[ἀναλαμβάνω]], [[παριστάνω]] χαρακτῆρά τινα ([[διότι]] τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ ὑποκριτοῦ ἐκρύπτετο ὑπὸ [[προσωπεῖον]]), ἡ κολακευτική..., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων, προσποιεῖται [[εἶναι]] τοῦθ’ [[ὅπερ]] ὑπέδυ, προσποιεῖται ὅτι [[εἶναι]] ὁ χαρακτὴρ ὃν παριστάνει, Πλάτ. Γοργ. 464C· οἱ σοφισταὶ ταὐτὸν ὑποδύονται [[σχῆμα]] τῷ φιλοσόφῳ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 19· ὑποδύεται ὑπὸ τὸ [[σχῆμα]] τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορικὴ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 7· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τὸν Δία, τὴν Ἀθηνᾶν Λουκ. Ἁλιεὺς 33· τὸν Ἀριστοφάνην ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 27. - [[μετὰ]] δοτ., ὀνόματι συμμάχων ὑπ. Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. 2320 Reisk., πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 1, Γαλην. 6. 31. δ) μεταφορ. [[ὡσαύτως]], [[ὑπεισέρχομαι]], κρυφίως [[εἰσέρχομαι]], εἰσχωρῶ εἰς τὴν εὔνοιάν τινος, ἑλκύω αὐτόν, τὸν δῆμον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32, πρβλ. 57, Πομπ. 25: ἀπολύτως, [[ἕρπω]], θαύματα μὲν οὖν καὶ [[τότε]] ὑπεδύετο περὶ αὐτὰ Πλάτ. Νόμ. 967Α· ἴδε ἀνωτ. Ι, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐξέρχομαι]] [[κάτωθεν]], [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος τόπου, θάμνων ὑπεδύσετο Ὀδ. Ζ. 127· μεταφορ., κακῶν ὑποδύσεαι Υ. 53. 3) θέτω ἐμαυτὸν [[ὑποκάτω]] [[ὥστε]] νὰ βαστάσω τι, [[βαστάζω]], [[φέρω]] ἐπὶ τῶν ὤμων μου, τὸν μὲν ἔπειθ’ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι, ..., νῆας ἐπὶ γλαφυρὰς φερέτην Ἰλ. Θ. 332., Ν. 421. β) μεταφορ., [[ἀναλαμβάνω]] τι, [[ἀναδέχομαι]], μετ’ αἰτ., ὑπ. κίνδυνον Ἡρόδ. 3. 69· πόλεμον ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 7. 10, 8· πόνον, κίνδυνον Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, κλπ.· ὑπ. αἰτίαν Δημ. 624. 19. γ) μετ’ ἀπαρ., ὑποτάσσομαι, [[ἀναδέχομαι]], ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ἡρόδ. 7. 134· ὑπ. διδάσκει Ξεν. Οἰκον. 14, 3. 4) ἐπὶ αἰσθημάτων, κρυφίως [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὴν ψυχήν τινος καὶ [[καταλαμβάνω]] αὐτὴν (πρβλ. [[ὑφέρπω]]), τίς μ’ ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Αἰσχύλ. Εὐμ. 842· - σπανίως [[μετὰ]] δοτ., πᾶσιν δ’ ὑπέδυ [[γόος]], πάντας [[θλῖψις]] κατέλαβε, Ὀδ. Κ. 398· [[ἀλλά]] μοι ἄσκοπα κρυπτά τ’ ἔπη... ὑπέδυ Σοφ. Φιλοκ. 1112· ὑποδύεται... ταῖς ψυχαῖς ὁρμὴ Λουκ. Ἀνάχ. 37· - ἀπολ., ἐπὶ νόσων, Ξεν. Ἱππ. 4. 2. 5) ἀπολ., [[ἠρέμα]] ἢ κρυφίως [[ἐκφεύγω]], Δημ. 778. 20 β) [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω» ἐνώπιόν τινος, τινι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Μάρδοι· τι Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 2· 7) ἀπολ., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, βαθεῖς, «βουλιαγμένοι μέσα», Λουκ. Τίμ. 17. | |lstext='''ὑποδύω''': [[ὑποδύνω]], φορῶ [[κάτωθεν]], κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Ἡρόδ. 1. 155. 2) μεταφορ., κίνδυνον ὑποδύνειν, ὑφίστασθαι κίνδυνον, κινδυνεύειν, ὁ αὐτ. 3. 69· [[ταῦτα]] ὑποδύνειν ὁ αὐτ. 7. 10. 3) ἀμεταβ., [[ἠρέμα]] [[εἰσέρχομαι]] [[ὑποκάτω]] τινός, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους ὁ αὐτ. 4. 75· ὑπ. τι, [[εἰσέρχομαι]] εἴς τι κρυφίως καὶ ἐντέχνως, ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην ὁ αὐτ. 6. 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, δ. 4) [[φεύγω]] ὑποκάτωθέν τινος, ἧττον ἂν ὑποδύοι ὁ [[ἵππος]] (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ὁ ἐνεργ. ἐνεστὼς [[ὑποδύω]] ἀπαντᾷ), Ξεν. Ἱππ. 8, 7. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὑποδύομαι, μέλλ. [[δύσομαι]]· ἀόρ. α΄ -εδυσάμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. -εδύσετο Ὀδ.· - ἀόρ. β΄ ἐνεργ. -έδυν, πρκμ. -δέδυκα. Καταδύομαι [[ὑποκάτω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ὑποκάτω]], εἰσχωρῶ, χώνομαι [[ὑποκάτω]], Λατιν. subire, μετ’ αἰτ., ὑποδῦσα θαλάσσης κόλπον, βυθυσθεῖσα εἰς..., Ὀδ. Δ. 435, 570. πρβλ. Ἰλ. Σ. 145· ὑποδ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Ἡρόδ. 1. 31. ὑπὸ τὴν φοινικίδα Ἀριστοφ. Πλ. 735· ἄρθρον εἰς [[χωρίον]] ὑπ. Ἱπποκρ. περὶ Ἄρθρ. 787· ὑποδ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων, [[ἕρπω]] [[ὑποκάτω]], Ἀριστοφ. Σφ. 205· φέρει τιν’ ὑποδεδυκότα, [[ὑποκάτω]] [[ὄντα]], ὡς ὁ Ὀδυσσεὺς ὑπὸ τὸν κριὸν τοῦ Πολυφήμου, [[αὐτόθι]] 182· ὑπὸ παντὶ λίθῳ [[σκορπίος]] ὑποδύεται Σκόλ. 22. Bergk.· ἐς τὴν θάλασσαν Λουκ. Ἑρμότ. 71· [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. τῇ πέλτῃ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 3· - ἀκολούθως, β) ὡς τὸ ἐνδύομαι, [[εἰσάγω]] τοὺς πόδας εἰς σανδάλια, φορῶ σανδάλια, ὑπόδῡθι τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Σφ. 1158· ὑποδύσασθαι... δυσμενῆ καττύματα [[αὐτόθι]] 1159· ὑποδυσάμενος [[αὐτόθι]] 1168, (ἀλλ’ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις ὁ Scal. ἀποκατέστησεν: ὑποδοῦ τι, ὑποδήσασθαι, -δησάμενος, ἐκ τοῦ [[ὑποδέω]] ΙΙ). γ) μεταφορ., [[ἀναλαμβάνω]], [[παριστάνω]] χαρακτῆρά τινα ([[διότι]] τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ ὑποκριτοῦ ἐκρύπτετο ὑπὸ [[προσωπεῖον]]), ἡ κολακευτική..., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων, προσποιεῖται [[εἶναι]] τοῦθ’ [[ὅπερ]] ὑπέδυ, προσποιεῖται ὅτι [[εἶναι]] ὁ χαρακτὴρ ὃν παριστάνει, Πλάτ. Γοργ. 464C· οἱ σοφισταὶ ταὐτὸν ὑποδύονται [[σχῆμα]] τῷ φιλοσόφῳ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 19· ὑποδύεται ὑπὸ τὸ [[σχῆμα]] τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορικὴ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 7· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τὸν Δία, τὴν Ἀθηνᾶν Λουκ. Ἁλιεὺς 33· τὸν Ἀριστοφάνην ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 27. - [[μετὰ]] δοτ., ὀνόματι συμμάχων ὑπ. Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. 2320 Reisk., πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 1, Γαλην. 6. 31. δ) μεταφορ. [[ὡσαύτως]], [[ὑπεισέρχομαι]], κρυφίως [[εἰσέρχομαι]], εἰσχωρῶ εἰς τὴν εὔνοιάν τινος, ἑλκύω αὐτόν, τὸν δῆμον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32, πρβλ. 57, Πομπ. 25: ἀπολύτως, [[ἕρπω]], θαύματα μὲν οὖν καὶ [[τότε]] ὑπεδύετο περὶ αὐτὰ Πλάτ. Νόμ. 967Α· ἴδε ἀνωτ. Ι, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐξέρχομαι]] [[κάτωθεν]], [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος τόπου, θάμνων ὑπεδύσετο Ὀδ. Ζ. 127· μεταφορ., κακῶν ὑποδύσεαι Υ. 53. 3) θέτω ἐμαυτὸν [[ὑποκάτω]] [[ὥστε]] νὰ βαστάσω τι, [[βαστάζω]], [[φέρω]] ἐπὶ τῶν ὤμων μου, τὸν μὲν ἔπειθ’ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι, ..., νῆας ἐπὶ γλαφυρὰς φερέτην Ἰλ. Θ. 332., Ν. 421. β) μεταφορ., [[ἀναλαμβάνω]] τι, [[ἀναδέχομαι]], μετ’ αἰτ., ὑπ. κίνδυνον Ἡρόδ. 3. 69· πόλεμον ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 7. 10, 8· πόνον, κίνδυνον Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, κλπ.· ὑπ. αἰτίαν Δημ. 624. 19. γ) μετ’ ἀπαρ., ὑποτάσσομαι, [[ἀναδέχομαι]], ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ἡρόδ. 7. 134· ὑπ. διδάσκει Ξεν. Οἰκον. 14, 3. 4) ἐπὶ αἰσθημάτων, κρυφίως [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὴν ψυχήν τινος καὶ [[καταλαμβάνω]] αὐτὴν (πρβλ. [[ὑφέρπω]]), τίς μ’ ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Αἰσχύλ. Εὐμ. 842· - σπανίως [[μετὰ]] δοτ., πᾶσιν δ’ ὑπέδυ [[γόος]], πάντας [[θλῖψις]] κατέλαβε, Ὀδ. Κ. 398· [[ἀλλά]] μοι ἄσκοπα κρυπτά τ’ ἔπη... ὑπέδυ Σοφ. Φιλοκ. 1112· ὑποδύεται... ταῖς ψυχαῖς ὁρμὴ Λουκ. Ἀνάχ. 37· - ἀπολ., ἐπὶ νόσων, Ξεν. Ἱππ. 4. 2. 5) ἀπολ., [[ἠρέμα]] ἢ κρυφίως [[ἐκφεύγω]], Δημ. 778. 20 β) [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω» ἐνώπιόν τινος, τινι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Μάρδοι· τι Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 2· 7) ἀπολ., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, βαθεῖς, «βουλιαγμένοι μέσα», Λουκ. Τίμ. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>intr. (à l’ao.2</i> ὑπέδυν, <i>au pf.</i> ὑποδέδυκα <i>et au Moy.)</i>;<br /><b>I.</b> se plonger sous, s’enfoncer sous <i>ou</i> dans, <i>acc. ou dat. ; qqf avec</i> [[ὑπό]] <i>et l’acc., ou le gén. ; rar. avec</i> [[εἰς]] <i>et l’acc. ; abs.</i> ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες LUC yeux creux, enfoncés ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> pénétrer sous <i>ou</i> dans, <i>rar. avec le dat.</i> : πᾶσιν ὑπέδυ [[γόος]] OD un gémissement de joie pénétra dans tous les cœurs;<br /><b>2</b> se glisser sous, s’insinuer dans : τὸν δῆμον PLUT dans l’esprit du peuple;<br /><b>3</b> se charger de, prendre sur soi : πόλεμον HDT entreprendre une guerre ; κίνδυνον XÉN affronter un danger ; avec l’inf. : ὑπ. διδάσκειν XÉN entreprendre de montrer;<br /><b>II.</b> <i>en parl. du costume</i> entrer dans, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se chausser : καττύματα AR mettre des chaussures;<br /><b>2</b> se vêtir : τὸν Ἀριστοφάνη LUC prendre le masque d’Aristophane ; s’abriter derrière, τινι;<br /><b>III.</b> se glisser de dessous : θάμνων OD de dessous un taillis ; <i>fig.</i> ὑπ. κακῶν OD sortir des maux où l’on est plongé;<br /><b>IV.</b> s’enfoncer ; chercher à échapper à ; redouter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δύω]]. | |||
}} | }} |