3,277,190
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστῠφέλικτος''': -ον, «[[ἀτίνακτος]]» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ [[ἀδιάσειστος]], ἀδιατάρακτος, [[ἀκράδαντος]], βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ [[Ἅιδης]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3. | |lstext='''ἀστῠφέλικτος''': -ον, «[[ἀτίνακτος]]» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ [[ἀδιάσειστος]], ἀδιατάρακτος, [[ἀκράδαντος]], βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ [[Ἅιδης]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inébranlable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στυφελίζω]]. | |||
}} | }} |