Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστυφέλικτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστῠφέλικτος''': -ον, «[[ἀτίνακτος]]» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ [[ἀδιάσειστος]], ἀδιατάρακτος, [[ἀκράδαντος]], βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ [[Ἅιδης]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3.
|lstext='''ἀστῠφέλικτος''': -ον, «[[ἀτίνακτος]]» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ [[ἀδιάσειστος]], ἀδιατάρακτος, [[ἀκράδαντος]], βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ [[Ἅιδης]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inébranlable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στυφελίζω]].
}}
}}