Anonymous

καταῦθι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταῦθι''': ἐσφ. ἀντὶ τοῦ κατ᾿ [[αὖθι]] (ἡ δὲ κατ᾿ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]], [[ὅπερ]] ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται), Ὀδ. Κ. 567., Φ. 55· πρβλ. καὶ [[καταυτόθι]].
|lstext='''καταῦθι''': ἐσφ. ἀντὶ τοῦ κατ᾿ [[αὖθι]] (ἡ δὲ κατ᾿ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]], [[ὅπερ]] ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται), Ὀδ. Κ. 567., Φ. 55· πρβλ. καὶ [[καταυτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ou mieux</i> κατ’ [[αὖθι]];<br />là-même.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αὖθι]].
}}
}}