3,274,916
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιᾰρία''': ἡ, ὁ [[χαρακτήρ]] ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, [[ἀχρειότης]], τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], ἰδίως [[μίασμα]] ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], σ. 343 Λοβ. | |lstext='''μιᾰρία''': ἡ, ὁ [[χαρακτήρ]] ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, [[ἀχρειότης]], τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], ἰδίως [[μίασμα]] ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], σ. 343 Λοβ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />impureté, perversité, scélératesse.<br />'''Étymologie:''' [[μιαρός]]. | |||
}} | }} |