Anonymous

ἐπίβλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίβλημα''': τό, ὅ,τι βάλλεται [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[κάλυμμα]], Νικόστρ. ἐν «Κλίνῃ» 1.- Καθ' Ἡσύχ. «[[ἐπίβλημα]]· [[πῶμα]]». 2) [[ὕφασμα]] πρὸς διακόσμησιν, [[παραπέτασμα]], [[ἐπίβλημα]] τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον Πλουτ. Κάτων, Πρεσβ. 4, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 8. ΙΙ. [[ἐπενδύτης]], [[ἐπανωφόριον]], ἐπ. ποικίλον καινὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 35. 2) [[ἐπίρραμμα]], «ἐμβάλωμα», Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ', 16, κτλ.
|lstext='''ἐπίβλημα''': τό, ὅ,τι βάλλεται [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[κάλυμμα]], Νικόστρ. ἐν «Κλίνῃ» 1.- Καθ' Ἡσύχ. «[[ἐπίβλημα]]· [[πῶμα]]». 2) [[ὕφασμα]] πρὸς διακόσμησιν, [[παραπέτασμα]], [[ἐπίβλημα]] τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον Πλουτ. Κάτων, Πρεσβ. 4, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 8. ΙΙ. [[ἐπενδύτης]], [[ἐπανωφόριον]], ἐπ. ποικίλον καινὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 35. 2) [[ἐπίρραμμα]], «ἐμβάλωμα», Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ', 16, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on met sur ; tapis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβάλλω]].
}}
}}