3,274,919
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐνή''': ἡ, Ἐπικ. γεν. ἐν. καὶ πληθ. [[εὐνῆφι]], -φιν, Ὅμ. Κλίνη, [[κοίτη]], εὐνῇ ἑνὶ μαλακῇ Ἰλ. Ι. 618, κτλ.· ἔβη εἰς εὐνήν, μετέβη εἰς τὴν κλίνην, ὑπῆγε να κοιμηθῇ, Ὀδ. Α. 427, κτλ.· εὐνῇς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, κτλ.· ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Ξ. 336· ἐξ [[εὐνῆφι]] θορόντα Ο. 580· ὢρνυτ’ ἄρ’ ἐξ [[εὐνῆφι]] Ὀδ. Β. 2, Γ. 405, Δ. 307· πρβλ. [[λέκτρον]]. 2) ἡ [[στρωμνή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λέχος]] (ἡ [[κλίνη]]), [[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνὴν Γ. 403· ἐκθεῖσαι πυκινὸν [[λέχος]] ἐμβάλετ’ εὐνὴν Ψ. 179, ἴδε ἐν Ἰλ. [[ἐνεύναιος]]. 3) εὐναί Νυμφάων, αἱ κατοικίαι αὐτῶν, Ἰλ. Ω. 615: - ἐπὶ ζῴων, συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει… εὐνὰς συσὶν Ὀδ. Ξ. 14· ἡ φωλεὰ ἐλάφου, Δ. 338, Ἰλ. Λ. 115· ἡ [[κοίτη]] λαγωού, Ξεν. Κυν. 6. 16· φωλεὰ πτηνῶν, Σοφ. Ἀντ. 425. κριοῦ εὐναί, [[μέρος]] ἐν Κολχίδι, [[ὅπου]] ὁ [[κριὸς]] τοῦ Φρίξου ἔστη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 116. 4) ἡ [[γαμήλιος]] ἢ συζυγικὴ [[κλίνη]], ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ προστιθεμένης ἰδίας λέξεως, δι’ ἧς δηλοῦται τοῦτο, [[ἔτλην]] ἀνέρος εὐνὴν Ἰλ. Σ. 433· ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι Ὀδ. Δ. 333· ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνὴν Κ. 297· καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ φράσει, ἐμίγην (ἐμίγη) φιλότητι καὶ εὐνῇ Ἰλ. Γ. 445, κτλ.· - ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7, 10· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι Σοφ. Τρ. 109· εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἄλκ. 885, Ἠλ. 720: - [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] καὶ [[ἄνευ]] τῆς προσθήκης ἄλλης λέξεως, [[ἄλλην]] τιν’ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει [[πόσις]], [[ἔνθα]] δὲν ὑπάρχει [[αἰτία]] νὰ ἐκλάβῃ τις αὐτὸ ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 907, πρβλ., Τρῳ. 831· [[οὕτως]] ἐπὶ παρθένων, ἄτερ εὐνᾶς Πινδ. Ο. 9. 69· [[ὅσιος]] ἀπ’ εὐνῆς Εὐρ. Ἴων 150. 5) ἡ ἐσχάτη [[κλίνη]] τοῦ ἀνθρώπου, ὁ [[τάφος]], [[ἔνθα]] σ’ ἔχουσιν εὐναὶ Αἰσχύλ. Χο. 319· εἰς εὐνὴν πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 436, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 260· (οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ Τυφωέος εὐναὶ ἐν Ἰλ. Β. 783). 6) [[κατοικία]], Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. πληθ. εὐναί, λίθοι χρησιμεύοντες ὡς ἄγκυραι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ., καὶ ῥιπτόμενοι, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τῆς πρῴρας, ἐνῷ ἡ [[πρύμνα]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. [[πεῖσμα]], πρυμνήσιον), ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ὕψι δ’ ἐπ’ [[εὐνάων]] ὁρμίσσομεν, ἔξω δὲ εἰς τὰ ἀνοικτὰ ἐπ’ ἀγκύρας θὰ σαλεύωμεν, Ἰλ. Ξ. 77· εὐνὰς δ’ ἔνθ’ ἔβαλον κατὰ βένθεος Κόϊντ. Σμ. 12. 346: - τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] εἶχον αἱ ἄγκυραι ἔτι καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 436. - Δὲν ὑπάρχει [[λόγος]] [[ὅπως]] ἐκλάβωμεν τό, ἐπὶ ταῖς εὐναῖς τοῦ Θουκ. 6. 67, ἐν τῇ Ὁμηρικῇ σημασίᾳ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ πεζολόγοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πρωτ. 321 Α, Πολ. 415 Ε, Πολιτικ. 272 Α. | |lstext='''εὐνή''': ἡ, Ἐπικ. γεν. ἐν. καὶ πληθ. [[εὐνῆφι]], -φιν, Ὅμ. Κλίνη, [[κοίτη]], εὐνῇ ἑνὶ μαλακῇ Ἰλ. Ι. 618, κτλ.· ἔβη εἰς εὐνήν, μετέβη εἰς τὴν κλίνην, ὑπῆγε να κοιμηθῇ, Ὀδ. Α. 427, κτλ.· εὐνῇς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, κτλ.· ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Ξ. 336· ἐξ [[εὐνῆφι]] θορόντα Ο. 580· ὢρνυτ’ ἄρ’ ἐξ [[εὐνῆφι]] Ὀδ. Β. 2, Γ. 405, Δ. 307· πρβλ. [[λέκτρον]]. 2) ἡ [[στρωμνή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λέχος]] (ἡ [[κλίνη]]), [[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνὴν Γ. 403· ἐκθεῖσαι πυκινὸν [[λέχος]] ἐμβάλετ’ εὐνὴν Ψ. 179, ἴδε ἐν Ἰλ. [[ἐνεύναιος]]. 3) εὐναί Νυμφάων, αἱ κατοικίαι αὐτῶν, Ἰλ. Ω. 615: - ἐπὶ ζῴων, συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει… εὐνὰς συσὶν Ὀδ. Ξ. 14· ἡ φωλεὰ ἐλάφου, Δ. 338, Ἰλ. Λ. 115· ἡ [[κοίτη]] λαγωού, Ξεν. Κυν. 6. 16· φωλεὰ πτηνῶν, Σοφ. Ἀντ. 425. κριοῦ εὐναί, [[μέρος]] ἐν Κολχίδι, [[ὅπου]] ὁ [[κριὸς]] τοῦ Φρίξου ἔστη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 116. 4) ἡ [[γαμήλιος]] ἢ συζυγικὴ [[κλίνη]], ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ προστιθεμένης ἰδίας λέξεως, δι’ ἧς δηλοῦται τοῦτο, [[ἔτλην]] ἀνέρος εὐνὴν Ἰλ. Σ. 433· ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι Ὀδ. Δ. 333· ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνὴν Κ. 297· καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ φράσει, ἐμίγην (ἐμίγη) φιλότητι καὶ εὐνῇ Ἰλ. Γ. 445, κτλ.· - ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7, 10· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι Σοφ. Τρ. 109· εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἄλκ. 885, Ἠλ. 720: - [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] καὶ [[ἄνευ]] τῆς προσθήκης ἄλλης λέξεως, [[ἄλλην]] τιν’ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει [[πόσις]], [[ἔνθα]] δὲν ὑπάρχει [[αἰτία]] νὰ ἐκλάβῃ τις αὐτὸ ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 907, πρβλ., Τρῳ. 831· [[οὕτως]] ἐπὶ παρθένων, ἄτερ εὐνᾶς Πινδ. Ο. 9. 69· [[ὅσιος]] ἀπ’ εὐνῆς Εὐρ. Ἴων 150. 5) ἡ ἐσχάτη [[κλίνη]] τοῦ ἀνθρώπου, ὁ [[τάφος]], [[ἔνθα]] σ’ ἔχουσιν εὐναὶ Αἰσχύλ. Χο. 319· εἰς εὐνὴν πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 436, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 260· (οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ Τυφωέος εὐναὶ ἐν Ἰλ. Β. 783). 6) [[κατοικία]], Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. πληθ. εὐναί, λίθοι χρησιμεύοντες ὡς ἄγκυραι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ., καὶ ῥιπτόμενοι, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τῆς πρῴρας, ἐνῷ ἡ [[πρύμνα]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. [[πεῖσμα]], πρυμνήσιον), ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ὕψι δ’ ἐπ’ [[εὐνάων]] ὁρμίσσομεν, ἔξω δὲ εἰς τὰ ἀνοικτὰ ἐπ’ ἀγκύρας θὰ σαλεύωμεν, Ἰλ. Ξ. 77· εὐνὰς δ’ ἔνθ’ ἔβαλον κατὰ βένθεος Κόϊντ. Σμ. 12. 346: - τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] εἶχον αἱ ἄγκυραι ἔτι καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 436. - Δὲν ὑπάρχει [[λόγος]] [[ὅπως]] ἐκλάβωμεν τό, ἐπὶ ταῖς εὐναῖς τοῦ Θουκ. 6. 67, ἐν τῇ Ὁμηρικῇ σημασίᾳ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ πεζολόγοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πρωτ. 321 Α, Πολ. 415 Ε, Πολιτικ. 272 Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> couche ; lit ; <i>particul.</i> lit nuptial ; épouse ; <i>p. ext.</i> plaisirs du mariage, embrassement, étreinte;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> étable à porcs;<br /><b>2</b> repaire de bête fauve;<br /><b>3</b> gîte d’un faon, d’un lièvre;<br /><b>4</b> nid;<br /><b>5</b> tombeau;<br /><b>6</b> [[αἱ]] εὐναί pierres qui anciennement servaient d’ancres.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |||
}} | }} |