3,273,446
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γόος''': ὁ, πᾶν ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] θλίψεως: [[κλαυθμός]], [[θρῆνος]], [[στεναγμός]], [[κραυγή]], [[πένθος]], [[ὀλολυγμός]]· παρ᾿ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐπὶ δακρύων, π. χ. σχέθε δ᾿ [[ὄσσε]] γόοιο Ὀδ. Δ. 758· [[οἷον]] ἐπὶ μεγαλοφωνοτέρων σημείων θλίψεως, αὐτ. 103· ἐρικλάγκταν [[γόον]] Πίνδ. ΙΙ. 12. 37· [[ἀρίδακρυς]] γ., [[πολύδακρυς]] γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 947, Χο. 449· γόους δακρύειν Σοφ. Αἴ. 579· οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, τῆς ἀηδόνος· αὐτ. 628·― γ. τινός, [[θρῆνος]] ἢ [[λύπη]] διά τινα, Κόϊντ. Σμυρ. 3. 644· οὕτω, γόους [τούτων] θησόμεσθ᾿, ἅ πάσχομεν, τῶν παθημάτων μας, τῶν συμφορῶν μας, Εὐρ. Ὀρ. 1121. (Ἐντεῦθεν [[γοάω]]. Ἴσως √ΓΟ καὶ √ΒΟ εἰσὶ συγγενεῖς· ἴδε ἐν Β β. Ι.) | |lstext='''γόος''': ὁ, πᾶν ἐξωτερικὸν [[σημεῖον]] θλίψεως: [[κλαυθμός]], [[θρῆνος]], [[στεναγμός]], [[κραυγή]], [[πένθος]], [[ὀλολυγμός]]· παρ᾿ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐπὶ δακρύων, π. χ. σχέθε δ᾿ [[ὄσσε]] γόοιο Ὀδ. Δ. 758· [[οἷον]] ἐπὶ μεγαλοφωνοτέρων σημείων θλίψεως, αὐτ. 103· ἐρικλάγκταν [[γόον]] Πίνδ. ΙΙ. 12. 37· [[ἀρίδακρυς]] γ., [[πολύδακρυς]] γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 947, Χο. 449· γόους δακρύειν Σοφ. Αἴ. 579· οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, τῆς ἀηδόνος· αὐτ. 628·― γ. τινός, [[θρῆνος]] ἢ [[λύπη]] διά τινα, Κόϊντ. Σμυρ. 3. 644· οὕτω, γόους [τούτων] θησόμεσθ᾿, ἅ πάσχομεν, τῶν παθημάτων μας, τῶν συμφορῶν μας, Εὐρ. Ὀρ. 1121. (Ἐντεῦθεν [[γοάω]]. Ἴσως √ΓΟ καὶ √ΒΟ εἰσὶ συγγενεῖς· ἴδε ἐν Β β. Ι.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />gémissement, lamentation, plainte ; γόους δακρύειν SOPH gémir en pleurant ; [[γόος]] τινός, gémissement sur le sort de qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Γο p. ΓοϜ, faire résonner. | |||
}} | }} |