3,277,172
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557. | |lstext='''εἰσικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσικνέομαι]];<br />aller <i>ou</i> venir dans, acc. ; pénétrer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἱκνέομαι]]. | |||
}} | }} |