Anonymous

εἰσικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557.
|lstext='''εἰσικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - [[ἔρχομαι]], [[φθάνω]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἐσικνέομαι]];<br />aller <i>ou</i> venir dans, acc. ; pénétrer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἱκνέομαι]].
}}
}}