εἰσικνέομαι

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσικνέομαι Medium diacritics: εἰσικνέομαι Low diacritics: εισικνέομαι Capitals: ΕΙΣΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eisiknéomai Transliteration B: eisikneomai Transliteration C: eisikneomai Beta Code: ei)sikne/omai

English (LSJ)

A go into, c. acc. loci, Hermesian.7.23.
II penetrate, Hdt.3.108; εἰσικνουμένου βέλει piercing her with a shaft, A.Supp. 556 (lyr., s. v.l.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón, poét. ἐσικνέομαι Hdt.3.108, Hermesian.7.23
1 traspasar, pinchar, aguijar εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος aguijando el alado boyero con su arma ref. Argos guardián de la vaca Ío, A.Supp.556, ἐσικνέεται καταγράφων traspasa (con las garras) desgarrando del cachorro de león aún en el vientre de la madre, Hdt.l.c.
2 llegar a, entrar en c. ac. de direcc. ἐσικέσθαι ... Ἑλικωνίδα κώμην Hermesian.l.c.

German (Pape)

[Seite 743] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen; κώμην Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. Bei Aesch. Suppl. 551 ist εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, = durchdringen, durchkommen, richtiger als εἰσικνουμένη, was pass. sein müßte, für welchen Gebrauch sich kein Beispiel nachweisen läßt.

French (Bailly abrégé)

εἰσικνοῦμαι;
ion. et anc. att. ἐσικνέομαι;
aller dans ou venir dans, acc. ; pénétrer.
Étymologie: εἰς, ἱκνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσικνέομαι: ион. ἐσικνέομαι входить внутрь, проникать: ἐσικνέεται καταγράφων Her. (детеныш) когтями прокладывают себе путь; εἰ. βέλει Aesch. вонзать стрелу, ранить.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - ἔρχομαι, φθάνω εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557.

Greek Monotonic

εἰσικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω, εισχωρώ, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -ίξομαι
Dep. to go into, penetrate, Hdt.