εἰσικνέομαι
English (LSJ)
A go into, c. acc. loci, Hermesian.7.23.
II penetrate, Hdt.3.108; εἰσικνουμένου βέλει piercing her with a shaft, A.Supp. 556 (lyr., s. v.l.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón, poét. ἐσικνέομαι Hdt.3.108, Hermesian.7.23
1 traspasar, pinchar, aguijar εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος aguijando el alado boyero con su arma ref. Argos guardián de la vaca Ío, A.Supp.556, ἐσικνέεται καταγράφων traspasa (con las garras) desgarrando del cachorro de león aún en el vientre de la madre, Hdt.l.c.
2 llegar a, entrar en c. ac. de direcc. ἐσικέσθαι ... Ἑλικωνίδα κώμην Hermesian.l.c.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen; κώμην Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. Bei Aesch. Suppl. 551 ist εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, = durchdringen, durchkommen, richtiger als εἰσικνουμένη, was pass. sein müßte, für welchen Gebrauch sich kein Beispiel nachweisen läßt.
French (Bailly abrégé)
εἰσικνοῦμαι;
ion. et anc. att. ἐσικνέομαι;
aller dans ou venir dans, acc. ; pénétrer.
Étymologie: εἰς, ἱκνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσικνέομαι: ион. ἐσικνέομαι входить внутрь, проникать: ἐσικνέεται καταγράφων Her. (детеныш) когтями прокладывают себе путь; εἰ. βέλει Aesch. вонзать стрелу, ранить.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι: Ἀποθ. - ἔρχομαι, φθάνω εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, Ἑρμησιάν. παρ’ Ἀθην. 597D. ΙΙ. εἰσδύομαι, Ἡρόδ. 3. 108· εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου πτερόεντος, «τοῦ οἴστρου τῷ κέντρῳ αὐτὴν διατρυπῶντος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 557.
Greek Monotonic
εἰσικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω, εισχωρώ, σε Ηρόδ.