3,277,190
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφοδιάζω''': Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ [[ταξείδιον]], Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα [[ἐφόδια]], ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) [[καθόλου]], χορηγῶ τι, [[ἐφοδιάζω]], αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας [[ὥστε]] εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι [[πέντε]] δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, [[προάγω]], ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16. | |lstext='''ἐφοδιάζω''': Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ [[ταξείδιον]], Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα [[ἐφόδια]], ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) [[καθόλου]], χορηγῶ τι, [[ἐφοδιάζω]], αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας [[ὥστε]] εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι [[πέντε]] δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, [[προάγω]], ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐφωδίαζον, <i>f.</i> ἐφοδιάσω;<br /><b>1</b> munir qqn de provisions pour un voyage, acc.;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> munir : τινά τινι qqn de qch ; <i>en gén.</i> protéger, défendre, encourager : ἀργίαν PLUT, ἀπείθειαν PLUT l’oisiveté, la désobéissance;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐφοδιάζομαι (se) faire remettre comme provisions de voyage <i>ou</i> frais de route, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐφόδιον]]. | |||
}} | }} |