Anonymous

ἐφοδιάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_6a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1121.png Seite 1121]] ion. [[ἐποδιάζω]], mit Reisebedürfnissen versehen; τούτους ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες Her. 9, 99; Plut. Cat. min. 65; übh. mit dem Erforderlichen versehen, ausrüsten, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ τοῖς ὅπλοις D. Sic. 5, 34; οἷς (συνέσει, σωφροσύνῃ u. ä.) αὐτὸν ἐφωδίαζε [[φιλοσοφία]] πρὸς τὴν στρατείαν Plut. de Alex. fort. I, 4; dem βοηθεῖν entsprechend, befördern, τὴν ἀργίαν Sol. 23. – Med. (sich) mit dem zur Reise Nöthigen versorgen lassen, ἐκ Χίου πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν ἐφοδιασάμενος Xen. Hell. 1, 6, 12, er ließ Jedem fünf Drachmen für die Reise zahlen; Pol. 18, 3, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1121.png Seite 1121]] ion. [[ἐποδιάζω]], mit Reisebedürfnissen versehen; τούτους ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες Her. 9, 99; Plut. Cat. min. 65; übh. mit dem Erforderlichen versehen, ausrüsten, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ τοῖς ὅπλοις D. Sic. 5, 34; οἷς (συνέσει, σωφροσύνῃ u. ä.) αὐτὸν ἐφωδίαζε [[φιλοσοφία]] πρὸς τὴν στρατείαν Plut. de Alex. fort. I, 4; dem βοηθεῖν entsprechend, befördern, τὴν ἀργίαν Sol. 23. – Med. (sich) mit dem zur Reise Nöthigen versorgen lassen, ἐκ Χίου πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν ἐφοδιασάμενος Xen. Hell. 1, 6, 12, er ließ Jedem fünf Drachmen für die Reise zahlen; Pol. 18, 3, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἐφοδιάζω''': Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ [[ταξείδιον]], Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα [[ἐφόδια]], ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) [[καθόλου]], χορηγῶ τι, [[ἐφοδιάζω]], αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας [[ὥστε]] εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι [[πέντε]] δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, [[προάγω]], ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16.
}}
}}