Anonymous

δορισθενής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορισθενής''': -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ [[δόρυ]], Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.
|lstext='''δορισθενής''': -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ [[δόρυ]], Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />puissant par la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[σθένος]].
}}
}}