3,277,172
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπνέω''': ποιητ. -[[πνείω]] Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -[[πνέω]] ἐπί τινος, [[ἐπιπνέω]], [[καταπνέω]], [[ἐμπνέω]], [[δεῖμα]] πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω [[τόπος]] ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., [[πνέω]] ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., [[μετὰ]] γεν., προσπνεῖ μοι [[κρεῶν]], μοὶ ἔρχεται [[εὐωδία]] κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144. | |lstext='''προσπνέω''': ποιητ. -[[πνείω]] Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -[[πνέω]] ἐπί τινος, [[ἐπιπνέω]], [[καταπνέω]], [[ἐμπνέω]], [[δεῖμα]] πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω [[τόπος]] ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., [[πνέω]] ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., [[μετὰ]] γεν., προσπνεῖ μοι [[κρεῶν]], μοὶ ἔρχεται [[εὐωδία]] κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=souffler <i>ou</i> s’exhaler vers <i>ou</i> sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πνέω]]. | |||
}} | }} |