Anonymous

προσπνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπνέω''': ποιητ. -[[πνείω]] Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -[[πνέω]] ἐπί τινος, [[ἐπιπνέω]], [[καταπνέω]], [[ἐμπνέω]], [[δεῖμα]] πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω [[τόπος]] ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., [[πνέω]] ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., [[μετὰ]] γεν., προσπνεῖ μοι [[κρεῶν]], μοὶ ἔρχεται [[εὐωδία]] κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144.
|lstext='''προσπνέω''': ποιητ. -[[πνείω]] Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -[[πνέω]] ἐπί τινος, [[ἐπιπνέω]], [[καταπνέω]], [[ἐμπνέω]], [[δεῖμα]] πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω [[τόπος]] ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., [[πνέω]] ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., [[μετὰ]] γεν., προσπνεῖ μοι [[κρεῶν]], μοὶ ἔρχεται [[εὐωδία]] κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144.
}}
{{bailly
|btext=souffler <i>ou</i> s’exhaler vers <i>ou</i> sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πνέω]].
}}
}}