προσπνέω
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
poet. προσπνείω Theoc.17.52: fut. -πνεύσομαι:—
A blow or breathe upon, inspire, ἔρωτας l.c.; τῷ σώματι ζωήν Hierocl. in CA26p.478M.: —Pass., to be blown upon, προσπνείσθω τόπος ἀπὸ βορρᾶ Gp.2.27.1.
2 intr., blow to or over, τόποις Thphr. Vent.27; ἡμῖν.. π. αὖραι Luc.Am.12: impers., c. gen., ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν a sweet savour of pork is wafted to me, Ar.Ra.338.
II Gramm., pronounce with the rough breathing, A.D.Pron.55.23:—Pass., Id.Synt.141.4, Seleuc. ap. Ath.9.398b.
German (Pape)
[Seite 778] (s. πνέω), anblasen, anwehen, προσπνεῖ μοι κρεῶν, sc. ὀσμή, Ar. Ran. 338. – Bei den Gramm = mit dem spiritus asper schreiben, aussprechen, z. B. Ath. IX, 398 b; Apoll. Dysc. synt. p. 141.
French (Bailly abrégé)
souffler ou s'exhaler vers ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, πνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πνέω, poët. προσπνείω inblazen: met acc. en dat.. π. βροτοῖς μαλακοὺς ἔρωτας zoete liefde in de stervelingen blazen Theocr. Id. 17.52. toewaaien, alleen met dat.:; ἡμῖν... Ἀφροδίσιοι προσέπνευσαν αὖραι Aphrodisische briesjes waaiden ons toe [Luc.] 49.12; onpers.. ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν (met adv. en gen. part.) wat een lekker varkensvleesluchtje kwam me daar aanwaaien Aristoph. Ran. 338.
Russian (Dvoretsky)
προσπνέω: поэт. Theocr. προσπνείω
1 досл. дышать, веять, тж. перен. навевать, внушать (δεῖμα Soph.; ἔρωτας Theocr.): προσπνεῖ μοι κρεῶν (sc. ὀσμή) Arph. до меня доносится запах мяса; προσέπνευσαν ἡμῖν Ἀφροδίσιοι αὖραι Luc. на нас повеяло дыханием любви;
2 грам. писать или произносить с густым придыханием.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α
(μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾶσιν δ' ἥπιος ἥδε βροτοῖς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.)
αρχ.
1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία
2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῖν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ τεμένους Ἀφροδίσιοι προσέπνευσαν αὖραι», Λουκιαν.)
3. (ως τριτοπρόσ.) προσπνέει
μυρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πνέω «φυσώ»].
Greek Monotonic
προσπνέω: Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι,
I. πνέω εναντίον, εμπνέω, σε Θεόκρ.
II. απρόσ. με γεν., προσπνεῖ μοι κρεῶν, μου έρχεται μυρωδιά κρέατος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προσπνέω: ποιητ. -πνείω Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -πνέω ἐπί τινος, ἐπιπνέω, καταπνέω, ἐμπνέω, δεῖμα πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω τόπος ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., πνέω ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., μετὰ γεν., προσπνεῖ μοι κρεῶν, μοὶ ἔρχεται εὐωδία κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144.
Middle Liddell
epic -πνείω fut. -πνεύσομαι
I. to breathe upon, inspire, Theocr.
II. impers., c. gen., προσπνεῖ μοι κρεῶν a smell of meat comes to me, Ar.