Anonymous

κῶλον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῶλον''': τό, [[μέλος]] σώματος [[κυρίως]] τὸ [[σκέλος]], Αἰσχύλ. Πρ. 323, Σοφ. Ο. Κ. 183, Φ. 42, κτλ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σκέλη, Αἰσχύλ. Πρ. 81, 496, Σοφ. Ο. Κ. 19· χεῖρες καὶ κῶλα Εὐρ. Φοίν. 1185· ― [[καθόλου]], ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τῶν [[ἄκρων]], καὶ ἐπὶ ζῴων οἱ πρόσθιοι καὶ ὀπίσθιοι πόδες, τὰ ἐμπρόσθια κ. Πλάτ. Τίμ. 91Ε· τὰ [[ἔμπροσθεν]] καὶ τὰ [[ὄπισθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 8, κτλ.· δέρμα, τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ’ ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν Πλάτ. Τίμ. 76Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 7. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[κλάδος]], σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου Ἀνθ. Π. 7. 315· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] τὰ μεταξὺ τῶν γονάτων διαστήματα καλάμου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν φύσ. 30. ΙΙ. [[μέλος]] παντὸς πράγματος, ὡς 1) [[μέρος]] οἰκοδομήματός τινος, [[οἷον]] τὰ πλάγια ἢ ἡ [[πρόσοψις]], ἐπὶ τετραγώνου ἢ τριγωνικοῦ οἰκοδομήματος, Ἡρόδ. 2. 126, 134., 4. 62 (πρβλ. [[μονόκωλος]]), Πλάτ. Νόμ. 947Ε. 2) τὸ ἓν [[σκέλος]] ἢ τὸ ἥμισυ τοῦ διαστήματος τοῦ δρομικοῦ ἀγῶνος (διαύλου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 344. 3) [[κῶλον]] περιόδου, Λατ. membrum, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5. 4) ἐν τῇ ποιήσει [[μέρος]] στροφῆς, Διον. Ἁλ. περὶ συνθέσ. 19. 22, κ. ἀλλ. 5) ῥινοῦ ἐΰστροφα κῶλα, ποιητικῶς ἐπὶ σφενδόνης, Ἀνθ. Π. 7. 172. 6) [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ [[κόλον]], (ὃ ἴδε), πρβλ. [[κωλικός]].
|lstext='''κῶλον''': τό, [[μέλος]] σώματος [[κυρίως]] τὸ [[σκέλος]], Αἰσχύλ. Πρ. 323, Σοφ. Ο. Κ. 183, Φ. 42, κτλ.· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σκέλη, Αἰσχύλ. Πρ. 81, 496, Σοφ. Ο. Κ. 19· χεῖρες καὶ κῶλα Εὐρ. Φοίν. 1185· ― [[καθόλου]], ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τῶν [[ἄκρων]], καὶ ἐπὶ ζῴων οἱ πρόσθιοι καὶ ὀπίσθιοι πόδες, τὰ ἐμπρόσθια κ. Πλάτ. Τίμ. 91Ε· τὰ [[ἔμπροσθεν]] καὶ τὰ [[ὄπισθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 8, κτλ.· δέρμα, τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ’ ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν Πλάτ. Τίμ. 76Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 7. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[κλάδος]], σκολιῆς ἄγρια κῶλα βάτου Ἀνθ. Π. 7. 315· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] τὰ μεταξὺ τῶν γονάτων διαστήματα καλάμου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν φύσ. 30. ΙΙ. [[μέλος]] παντὸς πράγματος, ὡς 1) [[μέρος]] οἰκοδομήματός τινος, [[οἷον]] τὰ πλάγια ἢ ἡ [[πρόσοψις]], ἐπὶ τετραγώνου ἢ τριγωνικοῦ οἰκοδομήματος, Ἡρόδ. 2. 126, 134., 4. 62 (πρβλ. [[μονόκωλος]]), Πλάτ. Νόμ. 947Ε. 2) τὸ ἓν [[σκέλος]] ἢ τὸ ἥμισυ τοῦ διαστήματος τοῦ δρομικοῦ ἀγῶνος (διαύλου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 344. 3) [[κῶλον]] περιόδου, Λατ. membrum, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5. 4) ἐν τῇ ποιήσει [[μέρος]] στροφῆς, Διον. Ἁλ. περὶ συνθέσ. 19. 22, κ. ἀλλ. 5) ῥινοῦ ἐΰστροφα κῶλα, ποιητικῶς ἐπὶ σφενδόνης, Ἀνθ. Π. 7. 172. 6) [[ἀδόκιμος]] [[τύπος]] ἀντὶ [[κόλον]], (ὃ ἴδε), πρβλ. [[κωλικός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> membre d’homme <i>ou</i> d’animal, <i>particul.</i> jambe ; <i>au pl.</i> les jambes ; <i>p. ext.</i> les bras et les jambes, les extrémités;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> l’une des deux moitiés de la carrière;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> division d’un discours ; <i>particul.</i> membre d’une période;<br /><b>3</b> <i>t. de métr.</i> vers de moins de 3 συζυγίαι sans [[κατάληξις]];<br /><b>4</b> côté d’une construction, d’une figure de mathématiques.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de clair ; pê apparenté à [[σκέλος]].
}}
}}