Anonymous

πολυδάκρυος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδάκρῠος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ι, μάχης πολυδακρύου Ἰλ. Ρ. 192· Ἄρης Τυρταῖ. 8. 7· [[Ἅιδης]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 426 ψυχὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 916· πρβλ. ποηυδάκρυτος.
|lstext='''πολυδάκρῠος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ι, μάχης πολυδακρύου Ἰλ. Ρ. 192· Ἄρης Τυρταῖ. 8. 7· [[Ἅιδης]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 426 ψυχὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 916· πρβλ. ποηυδάκρυτος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait verser des larmes abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δάκρυ]].
}}
}}