κατεπείγω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπείγω''': μέλλ. -ξω, [[πιέζω]], [[καταπιέζω]], χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει Ἰλ. Ψ. 623. 2) ἰσχυρῶς [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], οὐδενὸς κατεπείγοντος αὐτοὺς Ἡρόδ. 8. 126· οἱ [[χρῆσται]] κατήπειγον αὐτόν, οἱ δανεισταί του τὸν ἐβίαζον, τὸν ἔπνιγον, ἐστενοχώρουν, Δημ. 894. 7, πρβλ. Θουκ. 1. 61· κατεπείγει [[ὕδωρ]] [[ῥέον]], ἡ [[ῥεῦσις]] τοῦ ὕδατος (τῆς κλεψύδρας) ἀναγκάζει αὐτὸν νὰ προχωρῇ, Πλάτ. Θεαίτ. 172D· ἡ [[φιλοτιμία]] κατήπειγεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 7. 338Ε· ὡς αὐτοὺς κατήπειγεν ἡ Ποτείδαια, ἠνάγκαζεν αὐτοὺς [[σφόδρα]] νὰ σπεύσωσι, Θουκ. 1. 61· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., σχολῆς ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ… σκοπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 781Ε· οὐδὲν κ. ὑμᾶς ἀκοῦσαι Δημ. 705. 23· ὁ [[ἥλιος]] κ. ξηραίνεσθαι τὰς σήψεις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 4.- Μέσ., κατεπείγεσθαί τινος, εἶμαι [[ἀνήσυχος]] καὶ ἐστενοχωρημένος [[περί]] τινος, μεγάλην καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν τινὸς ἔχω, Πολύβ. 5. 37, 10., 30. 5, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], βιάζομαι, ἕπου κατεπείγων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 293· τοῦ Πομπηΐου κατεπείξαντος Πλουτ. Σερτ. 19· οὐδὲν κατεπείγει, οὐδεμία ὑπάρχει βία, Ἱππ. Ἀγμ. 762· τὰ κατεπείγοντα, βιαστικὴ [[ἀνάγκη]], Ἰσοκρ. 185D· ἢν κατεπείγῃ 101Β· τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 1· 66, 6· κατεπειγούσης τῆς ὥρας 3. 99, 9, κτλ.· τὸ κατεπεῖγον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· μετ’ ἀπαρ., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι, δὲν «ἐβιάζοντο», δὲν ἔσπευδον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 2, 18· [[ῥηθῆναι]] οὐ κατεπειγόντων, δὲν ἀπαιτοῦσι να ῥηθῶσιν ἀμέσως, ἐν σπουδῇ, Ἰσοκρ. 273Β·― [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Ἀθήναζε κατεπείγομαι Ἀλκίφρ. 51. 3
|lstext='''κατεπείγω''': μέλλ. -ξω, [[πιέζω]], [[καταπιέζω]], χαλεπὸν κατὰ [[γῆρας]] ἐπείγει Ἰλ. Ψ. 623. 2) ἰσχυρῶς [[πιέζω]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], οὐδενὸς κατεπείγοντος αὐτοὺς Ἡρόδ. 8. 126· οἱ [[χρῆσται]] κατήπειγον αὐτόν, οἱ δανεισταί του τὸν ἐβίαζον, τὸν ἔπνιγον, ἐστενοχώρουν, Δημ. 894. 7, πρβλ. Θουκ. 1. 61· κατεπείγει [[ὕδωρ]] [[ῥέον]], ἡ [[ῥεῦσις]] τοῦ ὕδατος (τῆς κλεψύδρας) ἀναγκάζει αὐτὸν νὰ προχωρῇ, Πλάτ. Θεαίτ. 172D· ἡ [[φιλοτιμία]] κατήπειγεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 7. 338Ε· ὡς αὐτοὺς κατήπειγεν ἡ Ποτείδαια, ἠνάγκαζεν αὐτοὺς [[σφόδρα]] νὰ σπεύσωσι, Θουκ. 1. 61· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., σχολῆς ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ… σκοπεῖν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 781Ε· οὐδὲν κ. ὑμᾶς ἀκοῦσαι Δημ. 705. 23· ὁ [[ἥλιος]] κ. ξηραίνεσθαι τὰς σήψεις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 4.- Μέσ., κατεπείγεσθαί τινος, εἶμαι [[ἀνήσυχος]] καὶ ἐστενοχωρημένος [[περί]] τινος, μεγάλην καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν τινὸς ἔχω, Πολύβ. 5. 37, 10., 30. 5, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., [[σπεύδω]], βιάζομαι, ἕπου κατεπείγων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 293· τοῦ Πομπηΐου κατεπείξαντος Πλουτ. Σερτ. 19· οὐδὲν κατεπείγει, οὐδεμία ὑπάρχει βία, Ἱππ. Ἀγμ. 762· τὰ κατεπείγοντα, βιαστικὴ [[ἀνάγκη]], Ἰσοκρ. 185D· ἢν κατεπείγῃ 101Β· τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 1· 66, 6· κατεπειγούσης τῆς ὥρας 3. 99, 9, κτλ.· τὸ κατεπεῖγον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2· μετ’ ἀπαρ., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι, δὲν «ἐβιάζοντο», δὲν ἔσπευδον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 2, 18· [[ῥηθῆναι]] οὐ κατεπειγόντων, δὲν ἀπαιτοῦσι να ῥηθῶσιν ἀμέσως, ἐν σπουδῇ, Ἰσοκρ. 273Β·― [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Ἀθήναζε κατεπείγομαι Ἀλκίφρ. 51. 3
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατήπειγον, <i>f.</i> κατεπείξω, <i>ao.</i> κατήπειξα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> presser, pousser vivement : τινα ποιεῖν [[τι]] HDT presser qqn de faire qch ; τὸ κατεπεῖγον XÉN, τὰ κατεπείγοντα ISOCR nécessité urgente;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se hâter, se presser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπείγω]].
}}
}}