Anonymous

ἐπισκύνιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκύνιον''': ῠ, τό, τὸ [[ἐπάνω]] τῶν ὀφθαλμῶν [[μέρος]], [[ἤτοι]] δέρμα, τὸ [[συνοφρύωμα]] τοῦ μετώπου (Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 36)· πᾶν δέ τ’ [[ἐπισκύνιον]] [[κάτω]] ἕλκεται [[ὄσσε]] καλύπτων, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ρ. 136· δεινὸν ἐπισκ. ξυνάγων, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 823· τοῖον ἐπισκ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Θεόκρ. 24. 116, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 100· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], πολιὸν ἐπ. Ἀνθ. Π. 6. 64., 7. 117· ἔτι δὲ καί, φαιδρὸν ἐπ., [[αὐτόθι]] 12. 159· ἐπιστρέψας γυρὸν [[ἐπισκύνιον]], ἐπὶ σοβαρευομένου ἀνθρώπου, [[αὐτόθι]] 11. 376· ἐν τῷ πληθ. [[αὐτόθι]] ἐν τῷ Παραρτήματι 68: ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ὀφρύς]], Λατ. supercilium, ἐν χρήσει ἐπὶ ἀλαζονείας ἢ προσποιήσεως, [[αὐτόθι]] 7. 63, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Πολυβ. 26. 5, 6, [[ἁπλῶς]], [[αὐστηρότης]], [[σοβαρότης]] συμπεριφορᾶς, κατά τε τὴν ἐπίφασιν εἶχεν [[ἐπισκύνιον]] καὶ τάξιν οὐκ ἀνοίκειον τῆς ἡλικίας.
|lstext='''ἐπισκύνιον''': ῠ, τό, τὸ [[ἐπάνω]] τῶν ὀφθαλμῶν [[μέρος]], [[ἤτοι]] δέρμα, τὸ [[συνοφρύωμα]] τοῦ μετώπου (Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 36)· πᾶν δέ τ’ [[ἐπισκύνιον]] [[κάτω]] ἕλκεται [[ὄσσε]] καλύπτων, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ρ. 136· δεινὸν ἐπισκ. ξυνάγων, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 823· τοῖον ἐπισκ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Θεόκρ. 24. 116, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 100· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], πολιὸν ἐπ. Ἀνθ. Π. 6. 64., 7. 117· ἔτι δὲ καί, φαιδρὸν ἐπ., [[αὐτόθι]] 12. 159· ἐπιστρέψας γυρὸν [[ἐπισκύνιον]], ἐπὶ σοβαρευομένου ἀνθρώπου, [[αὐτόθι]] 11. 376· ἐν τῷ πληθ. [[αὐτόθι]] ἐν τῷ Παραρτήματι 68: ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ὀφρύς]], Λατ. supercilium, ἐν χρήσει ἐπὶ ἀλαζονείας ἢ προσποιήσεως, [[αὐτόθι]] 7. 63, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Πολυβ. 26. 5, 6, [[ἁπλῶς]], [[αὐστηρότης]], [[σοβαρότης]] συμπεριφορᾶς, κατά τε τὴν ἐπίφασιν εἶχεν [[ἐπισκύνιον]] καὶ τάξιν οὐκ ἀνοίκειον τῆς ἡλικίας.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />la peau du front au-dessus des sourcils.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. décisive.
}}
}}