Anonymous

ποιητής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιητής''': γεν. οῦ, Ἰων. -έω, ὁ, ὁ κατασκευάζων, [[κατασκευαστής]], μηχανημάτων Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· κλίνης Πλάτ. Πολ. 597D τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28C· ζῴων ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 234Α· θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3Β· καὶ ([[μετὰ]] τοῦ νόμων, ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), [[νομοθέτης]], Πλάτ. Ὅροι 415Β. ΙΙ. ὁ ἐπινοητὴς καὶ παραγωγὸς ποιήματος, ὁ συνθεὶς [[ποίημα]] (πρβλ. τὸ Ἀρχ. Ἀγγ. maker· πρβλ. trouvère, troubadour· τοῦτ’ αὐτὸ ὁμοίως ἐξεφράζοντο καὶ οἱ Περουβιανοὶ διὰ τῆς λέξεως haravec, κατὰ τὸν Prescott, Hist. Peru, 1. σ. 114), ἰδίως λεγόμενον περὶ τοῦ Ὁμήρου (Ἡρόδ. 2. 53, κλπ.), [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο ἐμφατικῶς ὁ [[ποιητής]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, 33., 2. 3, 16· π. κωμῳδίας Πλάτ. Νόμ. 935Ε· καὶ [[καθόλου]], Ἀριστ. Βάτρ. 96, 1030, Πλάτ. κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὁ [[συνθέτης]] μουσικῆς, [[μελοποιός]], Πλάτ. Νόμ. 812D. 2) [[καθόλου]], ὁ παράγων οἱονδήποτε [[ἔργον]] διανοητικόν, [[συγγραφεύς]], [[ῥήτωρ]], π. λόγων Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε, πρβλ. 278Ε, ἐν Εὐθυδ. 305Β.
|lstext='''ποιητής''': γεν. οῦ, Ἰων. -έω, ὁ, ὁ κατασκευάζων, [[κατασκευαστής]], μηχανημάτων Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· κλίνης Πλάτ. Πολ. 597D τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28C· ζῴων ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 234Α· θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3Β· καὶ ([[μετὰ]] τοῦ νόμων, ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), [[νομοθέτης]], Πλάτ. Ὅροι 415Β. ΙΙ. ὁ ἐπινοητὴς καὶ παραγωγὸς ποιήματος, ὁ συνθεὶς [[ποίημα]] (πρβλ. τὸ Ἀρχ. Ἀγγ. maker· πρβλ. trouvère, troubadour· τοῦτ’ αὐτὸ ὁμοίως ἐξεφράζοντο καὶ οἱ Περουβιανοὶ διὰ τῆς λέξεως haravec, κατὰ τὸν Prescott, Hist. Peru, 1. σ. 114), ἰδίως λεγόμενον περὶ τοῦ Ὁμήρου (Ἡρόδ. 2. 53, κλπ.), [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο ἐμφατικῶς ὁ [[ποιητής]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, 33., 2. 3, 16· π. κωμῳδίας Πλάτ. Νόμ. 935Ε· καὶ [[καθόλου]], Ἀριστ. Βάτρ. 96, 1030, Πλάτ. κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὁ [[συνθέτης]] μουσικῆς, [[μελοποιός]], Πλάτ. Νόμ. 812D. 2) [[καθόλου]], ὁ παράγων οἱονδήποτε [[ἔργον]] διανοητικόν, [[συγγραφεύς]], [[ῥήτωρ]], π. λόγων Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε, πρβλ. 278Ε, ἐν Εὐθυδ. 305Β.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’ouvrages manuels</i> fabricant, artisan;<br /><b>2</b> <i>en parl. de l’intelligence</i> qui compose des vers, poète ; <i>abs.</i> ὁ [[ποιητής]] le poète par excellence (Homère).<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
}}
}}