3,273,735
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολαύω''': μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως [[σφάλμα]] τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι [[ἐνίοτε]] γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... [[δέον]] [[μόνως]] διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω ([[ὅπερ]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[λεία]], ληΐς καὶ πιθαν. [[λάτρις]], πρβλ. Σανσκρ. lotas ([[λεία]]), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―[[λαμβάνω]], √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. [[συναπολαύω]]), ἔχω τὴν ἐξ [[αὐτοῦ]] ὠφέλειαν, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀπολαύω]] τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ [[ἄνθρωπος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ [[μετὰ]] γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει [[εἶναι]] πιθανή [[διόρθωσις]] καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν [[εἶναι]] βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ. , ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ [[εἶναι]] ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, [[αὐτόθι]] 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. [[συναπολαύω]]. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, [[μετὰ]] γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν [[μόνος]] ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306. | |lstext='''ἀπολαύω''': μέλλ. ἀπολαύσομαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 177, Πλάτ., κλ., μεταγεν. ἀπολαύσω Διον. Ἁλ. 6. 4, Πλούτ., κλ. (παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφ. ἀναμφιβόλως [[σφάλμα]] τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Ὑπερείδ. Ἐπιταφ., διαφ. γρ. ἐν Πλάτ. Χαρμ. 172Β): ― ἀόρ. ἀπέλαυσα, Εὐρ. Ι. Τ. 526, Ἀριστοφ., κτλ.: ― πρκμ. ἀπολέλαυκα, Πλάτ. κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4, Ἰσοκ. 389Β: ― Παθ., πρκμ. ἀπολέλαυται Φιλόστρ. 257, ἀλλ’ ἀπολελαυσμένος Πλούτ. 2. 1089Β, 1099D· ἀόρ. ἀπελαύσθην, Φίλων 1. 37: ― Οἱ αὔξησιν δεχόμενοι χρόνοι [[ἐνίοτε]] γράφονται ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]], ὡς λέγει ὁ Ἡρωδιανὸς (ἔκδ. Ἑρμάνν. σ. 315 XL.) «ὁμοίως πλημμελοῦσιν, οἵ λέγουσιν ἀπήλαυσα... [[δέον]] [[μόνως]] διὰ τοῦ ε ἀπέλαυσα» κτλ. (Τὸ ἁπλοῦν λαύω δὲν ἀπαντᾶ, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο = λάω ἤ λάFω ([[ὅπερ]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἡρμηνεύθη ἀπολαυστικῶς ἔχω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ., Σχόλ. εἰς Ὀδ. Τ. 228): [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[λεία]], ληΐς καὶ πιθαν. [[λάτρις]], πρβλ. Σανσκρ. lotas ([[λεία]]), Λατ. latro, lucrum. ― Γοτθ. laum, (Γερμ. lohn): ―[[λαμβάνω]], √ ΛΑΒ, φαίνεται συγγενεύει). Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν πράγματός τινος (πρβλ. [[συναπολαύω]]), ἔχω τὴν ἐξ [[αὐτοῦ]] ὠφέλειαν, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τῆς σῆς δικαιοσύνης Ἡρόδ. 6. 86, 1· τῶν σιτίων Ἱππ. 12. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, κτλ. Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1, 3, κτλ.· ποτῶν, ὁσμῶν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, Ἱέρ. 1, 24, κτλ.· τῶν ἀγαθῶν, σχολῆς, κτλ. Πλάτ. Γοργ. 492Β, Νόμ. 871D· τῆς σιωπῆς ἀπολαύειν, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς σιωπῆς, Δημ. 579. 24· τῆς ἐξουσίας Αἰσχίν. 72. 15· ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀπολαύω]] τί τινος· ― τι γὰρ… ἄν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ἀριστοφ. Νεφ. 1231, πρβλ. Θεσμ. 1008, Πλ. 236· ἐλάχιστα ἀπ. τῶν ὑπαρχόντων Θουκ. 1. 70· τοῦ βίου τι ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 53· ἵππων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπ. ὁ [[ἄνθρωπος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 299Α, κτλ. τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ αἰτιατ. ἀντὶ [[μετὰ]] γεν. ἀπ. τὸν βίον Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 6, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ἀδήλοις» 53· ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἀπολάπτει [[εἶναι]] πιθανή [[διόρθωσις]] καὶ αὐτὸ δὲ τὸ ἐν Ἀριστ. Αἰσθ. 5. 9, ἀπολαύειν καὶ πάσχειν τι, δὲν [[εἶναι]] βεβαιωμένον. 4) ἀπολ., οἱ ἀπολαύοντες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ πονοῦντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 3· ἧττον ἀπ. , ἔχω μικροτέραν ἀπόλαυσιν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ἔχω τὴν ὠφέλειαν ἔκ τινος, τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀπ. Εὐρ. Φοίν. 1205· ἀπ. τι τῶν γαμῶν ὁ αὐτ. Ι. Τ. 526· ἧς ἀπολαύων Ἅιδην… καταβήσει ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 543· τῶν ἀσεβῶν ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 910Β· φλαῦρον τι ἀπ. Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54Α· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, ἀπό τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀπ. ὁ αὐτ. Πολ. 606Β· ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ [[εἶναι]] ἀπ., τὸ νὰ καταντήσῃ νὰ γείνῃ τις ἔνεκα τῆς μιμήσεως αὐτὸ τὸ μιμούμενον, [[αὐτόθι]] 395C· ἀπ’ ἄλλου ὀμφθαλμίας ἀπ. νὰ κολλήσῃ τις ὀφθαλμίαν ἀπ’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 255D: πρβλ. [[συναπολαύω]]. 2) ἀπολ., ὠφελοῦμαι, «βγαίνω ὠφελημένος», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1358. ΙΙΙ. [[αἰσθάνομαι]] ἀπόλαυσιν διὰ τὸ πάθημά τινος, [[μετὰ]] γεν. προσώπ., Πλούτ. 2. 69D. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς Ἀττ., ἀλλ’ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν [[μόνος]] ὁ Εὐρ. μετεχειρίσθη αὐτό, ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 306. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀπέλαυον, <i>f.</i> ἀπολαύσομαι, <i>postér.</i> ἀπολαύσω, <i>ao.</i> [[ἀπέλαυσα]], <i>pf.</i> ἀπολέλαυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπελαύσθην, <i>pf.</i> ἀπολέλαυσμαι <i>ou</i> ἀπολέλαυμαι;<br /><b>I.</b> retirer une jouissance <i>ou</i> un profit de :<br /><b>1</b> jouir de, gén.;<br /><b>2</b> tirer profit <i>ou</i> parti de : [[τί]] τινος, [[τι]] [[ἀπό]] τινος, [[τι]] ἔκ τινος tirer qqe profit de qch;<br /><b>3</b> profiter de, gén.;<br /><b>II.</b> se faire un jeu de, se moquer de : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], R. ΛαϜ, jouir de ; cf. *[[λάω]]. | |||
}} | }} |